heeled

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(hēld)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: heeled, heel

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
heeled adj (footwear: having heels)με τακούνια περίφρ
 Some people like wearing heeled shoes, but I prefer comfy flats.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
heel n (foot: rear part)φτέρνα ουσ θηλ
  (λόγιος)πτέρνα ουσ θηλ
 James had huge calluses on his heels.
 Ο Τζέιμς είχε μεγάλους κάλους στις φτέρνες του.
heel n (shoe: rear sole)τακούνι ουσ ουδ
 Harry scraped his name into the dirt with his heel while his mother talked to her friend.
 Ο Χάρι έγραψε το όνομά του στο χώμα με το τακούνι του όσο η μητέρα του μιλούσε με τη φίλη της.
heel n (palm: base of thumb)βάση του αντίχειρα περίφρ
 Gary dug the heel of his hand into the dough.
 Ο Γκάρι έχωσε τη βάση του αντίχειρα του στη ζύμη.
Heel! interj (dog command: follow!)Δίπλα!, Πάμε!, Μαζί! επιφ
 Laura called to her dog, "Spot, heel!".
 Η Λάουρα φώναξε στον σκύλο της, «Σποτ δίπλα».
heel vi (dog command: follow) (σε κπ)μένω δίπλα ρ αμ + επίρ
 She commanded her dog to heel.
 Πρόσταξε τον σκύλο της να μείνει δίπλα της.
heels npl informal (shoes: high-heeled)τακούνια ουσ ουδ πλ
  ψηλοτάκουνα επίθ ως ουσ ουδ πλ
 Jen liked to wear heels because people seemed to respect her more when she was taller.
 Στην Τζεν άρεσε να φοράει τακούνια επειδή ο κόσμος έδειχνε να τη σέβεται περισσότερο όταν ήταν ψηλότερη.
heel n (bread: crusty end of loaf)γωνία ουσ θηλ
 My favourite part of the loaf is the heel.
 Το αγαπημένο μου μέρος της φραντζόλας είναι η γωνία.
heel n (end of bread loaf)γωνία ουσ θηλ
 Ken always ate the heel of the bread because he liked chewing up the tough crust.
 Ο Κεν πάντα έτρωγε τη γωνία του ψωμιού επειδή του άρεσε να μασάει τη σκληρή κόρα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
heel n figurative (oppression)καταπίεση ουσ θηλ
  (μεταφορικά)τυραννία ουσ θηλ
 The people suffered under the heel of the dictator.
heel n informal, dated (contemptible person)κάθαρμα ουσ αρσ
  κόπανος ουσ αρσ
 Minnie's fiancé behaved like an utter heel, jilting her at the altar.
heel vi (ship: tilt) (για καράβι)γέρνω ρ αμ
  παίρνω κλίση περίφρ
 The ship heeled steeply to the port side.
heel vtr (put heels onto)βάζω τακούνι σε κτ περίφρ
 The shoemaker heeled the shoes.
heel [sth] vtr (ship: cause to tilt)γέρνω ρ μ
  κάνω να γείρει, κάνω να πάρει κλίση περίφρ
 Heavy winds heeled the sailing boat.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
heeled | heel
ΑγγλικάΕλληνικά
high-heeled adj (shoes: having raised heels)ψηλοτάκουνος επίθ
 Those high-heeled shoes are beautiful, but they'd be painful on my feet.
well-heeled,
well heeled
adj
figurative (wealthy)πλούσιος επίθ
  εύπορος επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'heeled' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση heeled στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «heeled».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!