heightened



  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: heightened, heighten

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
heightened adj (sense)οξυμένος μτχ πρκ
  ενισχυμένος μτχ πρκ
  πιο έντονος περίφρ
 Heightened senses are often a reaction to fear.
 Οι οξυμένες αισθήσεις συνιστούν συχνά αντίδραση στον φόβο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
heighten [sth] vtr (make taller)ψηλώνω ρ μ
  (μεταφορικά)σηκώνω ρ μ
 They're going to heighten the wall by half a metre.
heighten [sth] vtr figurative (intensify)ενισχύω ρ μ
  εντείνω, επιτείνω ρ μ
  (πχ τις αισθήσεις)οξύνω ρ μ
 Our fears were heightened by the repeated bombing raids.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
heightened | heighten
ΑγγλικάΕλληνικά
heightened sensibility n (increased sensitivity or awareness)αυξημένη ευαισθησία, οξυμένη αντίληψη επίθ + ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Συμφράσεις: with her heightened senses, his heightened sense of [smell, taste, danger], have a heightened sense of security (about), περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση heightened στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «heightened».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!