hastily

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈheɪstɪli/US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/ˈheɪstəli/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
hastily adv (too quickly)βιαστικά επίρ
  βιάζομαι να κάνω κτ περίφρ
 Dan spoke hastily and offended his mother in law.
 Ο Νταν βιάστηκε να μιλήσει και προσέβαλε την πεθερά του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
hastily adv (quickly)βιαστικά επίρ
  (επειγόντως)εσπευσμένα επίρ
 Hanna hastily grabbed her coat and left to go to the hospital.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'hastily' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: [ate it, left, answered, acted] too hastily, made her [decision, choice] too hastily, need you to [respond, reply] hastily, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση hastily στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «hastily».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!