WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| haste n | (needless speed) | βιασύνη ουσ θηλ |
| | Justin was nervous, and his haste led to a lot of mistakes. |
| | Ο Τζάστιν είχε άγχος και η βιασύνη του τον οδήγησε σε πολλά λάθη. |
| haste n | (rush) | βιασύνη ουσ θηλ |
| | Jim doesn't want to miss his flight, hence his haste to get to the airport. |
| | Ο Τζιμ δε θέλει να χάσει την πτήση του, εξ ου και η βιασύνη του να φτάσει στο αεροδρόμιο. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| haste⇒ vi | archaic (hurry) | βιάζομαι ρ αμ |
| | Let us haste to the tavern before closing time! |
| | Ας βιαστούμε να φτάσουμε στο χάνι πριν κλείσει! |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| hasten⇒ vi | (hurry) | βιάζομαι ρ αμ |
| | | σπεύδω ρ αμ |
| | It was late, so Tom hastened home. |
| | Ήταν αργά και έτσι ο Τομ βιάστηκε να πάει σπίτι. |
| hasten to do [sth] v expr | (hurry) | βιάζομαι να κάνω κάτι έκφρ |
| | Jenna hastened to finish her work. |
| | Η Τζένα βιαζόταν να τελειώσει τη δουλειά της. |
| hasten [sth]⇒ vtr | (make come sooner) | επισπεύδω ρ μ |
| | Rachel was so eager for her birthday that she went to bed at 8 to hasten the arrival of her special day. |
| | Η Ρέιτσελ ήταν τόσο ενθουσιασμένη για τα γενέθλιά της που πήγε για ύπνο από τις 8 για να επισπεύσει την άφιξη αυτής της ιδιαίτερης μέρας της. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: