give in



  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
give in vi phrasal (surrender, admit defeat)παραδίδομαι ρ αμ
 I give in; it's just too difficult.
 Παραδίνομαι· είναι υπερβολικά δύσκολο.
give in vi phrasal (yield: to feeling, temptation)ενδίδω ρ αμ
  υποκύπτω ρ αμ
 She is trying to avoid sweets, but if you tempt her with chocolate, she always gives in.
 Προσπαθεί να αποφεύγει τα γλυκά, αλλά αν τη δελεάσεις με σοκολάτα πάντα ενδίδει.
give in to [sth] vi phrasal + prep (yield: to feeling, temptation) (συναίσθημα)παραδίνομαι σε κτ ρ αμ + πρόθ
  παραδίνομαι ρ αμ
  (πειρασμός)ενδίδω σε κτ, υποκύπτω σε κτ ρ αμ + πρόθ
  υποκύπτω ρ αμ
 The children wanted to stay up until midnight, but one by one, they gave in to sleep.
 Τα παιδιά ήθελαν να μείνουν ξύπνια μέχρι τα μεσάνυχτα, αλλά το ένα μετά το άλλο, παραδόθηκαν.
 Τα παιδιά ήθελαν να μείνουν ξύπνια μέχρι τα μεσάνυχτα, αλλά το ένα μετά το άλλο, υπέκυψαν.
give in to [sb/sth] vi phrasal + prep (submit, surrender)ενδίδω σε κτ, υποκύπτω σε κτ ρ αμ + πρόθ
 After the last scandal, the mayor gave in to the pressure and resigned.
 Μετά το τελευταίο σκάνδαλο, ο δήμαρχος υπέκυψε στις πιέσεις και παραιτήθηκε.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'give in' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση give in στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «give in».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!