WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| filthy adj | (very dirty) | βρώμικος, βρόμικος επίθ |
| | (τόσο που προκαλεί αηδία) | σιχαμερός, βρωμερός, βρομερός επίθ |
| | (αργκό: άτομο) | μπιχλιάρης επίθ |
| | (αργκό: αντικείμενο) | μπιχλιάρικος επίθ |
| | The pig was filthy after rolling around in the mud and manure. |
| | Το γουρούνι ήταν βρώμικο αφότου κυλίστηκε στη λάσπη και την κοπριά. |
| filthy adj | figurative (words) | αισχρός επίθ |
| | (καθομιλουμένη) | κακός επίθ |
| | Nate's mom threatened to wash his mouth with soap when she caught him using filthy language. |
| | Η μητέρα του Νέιτ απείλησε να πλύνει το στόμα του με σαπούνι όταν τον έπιασε να χρησιμοποιεί αισχρό λεξιλόγιο. |
| filthy adj | figurative (unfair, cruel) | αισχρός επίθ |
| | (μεταφορικά: ύπουλος) | βρώμικος, βρόμικος επίθ |
| | | κακός επίθ |
| | | άσχημος επίθ |
| | Sarah played a lot of filthy tricks on her younger siblings when she was a teenager. |
| | Η Σάρα έκανε πολλές άσχημες φάρσες στα μικρότερα αδέρφια της όταν ήταν έφηβη. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| filthy adj | figurative, slang (superb, effective) (αργκό) | άπαιχτος επίθ |
| | Brian bought a filthy new hat; all of his friends were jealous. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: