farmed

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈfɑːrmd/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: farmed, farm

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
farmed adj (land: cultivated for crops, etc.) (γη)καλλιεργημένος επίθ
 Farmed land makes up about 20% of this state.
farmed adj (animal: raised for food, etc.) (ζώο)εκτρεφόμενος μτχ ενεστ
 Most countries have laws regulating living conditions for farmed animals.
farmed adj (meat, fish: raised, not wild) (σε γενική)εκτροφείου ουσ ως επίθ
  (ψάρια)ιχθυοτροφείου ουσ ως επίθ
 It's often better to consume wild-caught fish rather than farmed.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
farm n (land: productive, farming)αγρόκτημα ουσ ουδ
  (μεγάλο αγρόκτημα)φάρμα ουσ θηλ
 The family farm covered almost five hundred acres of land.
 Το οικογενειακό αγρόκτημα κάλυπτε σχεδόν πεντακόσια στρέμματα.
farm n (farmhouse)φάρμα ουσ θηλ
 We have a farm near the mountains that we go to on the weekends.
 Έχουμε μια φάρμα κοντά στα βουνά και πηγαίνουμε τα Σαββατοκύριακα.
farm [sth] vtr (cultivate)καλλιεργώ ρ μ
 They farm sugarcane.
 Καλλιεργούν ζαχαροκάλαμο.
farm vi (cultivate land)καλλιεργώ τη γη περίφρ
  ασχολούμαι με την καλλιέργεια περίφρ
  είμαι αγρότης ρ έκφρ
 Her family had farmed for more than ten generations.
 Η οικογένειά της καλλιεργεί τη γη εδώ και τουλάχιστον δέκα γενιές.
 Η οικογένειά της ασχολείται με την καλλιέργεια εδώ και τουλάχιστον δέκα γενιές.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
farm adj (minor league team)χαμηλής κατηγορίας περίφρ
  κατώτερος επίθ
 His successful squad was a farm team for the major league leader.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
farm | farmed
ΑγγλικάΕλληνικά
farm out [sth],
farm [sth] out
vtr phrasal sep
(subcontract)αναθέτω σε υπεργολάβο περίφρ
  αναθέτω σε εξωτερικό συνεργάτη περίφρ
 He just made the units and farmed out the maintenance to a subcontractor.
 Μόλις έφτιαξε τις μονάδες και ανέθεσε τη συντήρηση σε έναν υπεργολάβο.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όχι, το γραφείο μας δεν ασχολείται με τη μετάφραση των κειμένων. Το αναθέτουμε σε εξωτερικό συνεργάτη.
farm out [sb],
farm [sb] out
vtr phrasal sep
(place in another's care) (κάποιον σε κάποιον άλλο)αναθέτω ρ μ
  (μεταφορικά)στέλνω ρ μ
  δίνω ρ μ
 The Fergusons farmed their children out to various relatives and went on holiday.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
farm | farmed
ΑγγλικάΕλληνικά
beauty farm n (health spa)κέντρο ομορφιάς φρ ως ουσ ουδ
  κέντρο ομορφιάς και ευεξίας περίφρ
bile farm n (place where bear bile is extracted)φάρμα όπου εκτρέφονται αρκούδες για τη χολή τους
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
cattle farm n (farm that raises cattle)φάρμα εκτροφής βοοειδών φρ ως ουσ θηλ
  βοοτροφική μονάδα επίθ + ουσ θηλ
dairy farm n (produces dairy products)βουστάσιο ουσ ουδ
farm animal n (agriculture: livestock or poultry)ζώο αγροκτήματος φρ ως ουσ ουδ
  ζώο της φάρμας φρ ως ουσ ουδ
farm fresh,
farm-fresh
adj
(food: direct from the producer) (για φρέσκα προϊόντα)κατευθείαν από το αγρόκτημα περίφρ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective comes before the noun it modifies.
 These eggs are farm fresh.
farm shop n UK (store selling local produce)κατάστημα αγροτικών προϊόντων φρ ως ουσ ουδ
  μανάβικο ουσ ουδ
  παντοπωλείο ουσ ουδ
Σχόλιο: Η απόδοση εξαρτάται από την εκάστοτε περίπτωση.
farm-to-table,
farm-to-fork
n
uncountable (use of local produce)τοπικά προϊόντα επίθ + ουσ ουδ πλ
 Farm-to-table promotes local, organically grown food.
farm-to-table,
farm-to-fork
adj
(using local produce)με τοπικά προϊόντα περίφρ
farmhand,
farm hand
n
(worker on a farm)αγρεργάτης, αγρεργάτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
  γεωργικός εργάτης επίθ + ουσ αρσ
  (μτφ: εργάτης)αγροτικά χέρια επίθ + ουσ ουδ
fish farm (fish breeding place)ιχθυοτροφείο ουσ ουδ
health spa,
also UK: health farm
n
(type of hotel)σπα ουσ ουδ άκλ
Σχόλιο: The term "health farm" is dated.
 For a birthday treat I went to a health spa.
hobby farm n UK (small farm not run to make money)αγρόκτημα για μη εμπορική εκμετάλλευση περίφρ
  αγρόκτημα για το χόμπυ μου περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 Mary runs a hobby farm in the town where she used to work.
horse farm n (place where horses are bred)φάρμα με άλογα φρ ως ουσ θηλ
off-farm,
off farm
adj
(not taking place on a farm site)εκτός φάρμας, εκτός αγροκτήματος περίφρ
Σχόλιο: The hyphen may be omitted when the adjective follows the noun.
off-farm,
off farm
adv
(not on a farm site)εκτός φάρμας, εκτός αγροκτήματος περίφρ
 The slaughtering of the animals takes place off-farm.
on-farm adj (taking place on a farm site)στη φάρμα, μέσα στη φάρμα, στο αγρόκτημα, μέσα στο αγρόκτημα περίφρ
Σχόλιο: hyphen omitted when term is an adj after a noun
petting zoo,
petting farm
n
(place where children can pet animals)ζωολογικός κήπος όπου τα παιδιά μπορούν να χαϊδέψουν τα ζώα
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
poultry farm n (place where fowl are bred)ορνιθοτροφείο ουσ ουδ
puppy mill (US),
puppy farm (UK)
n
(farm where dogs are bred) (αποδοκιμασίας)εκτροφείο μαζικής παραγωγής σκύλων περίφρ
 Dogs that are born in a puppy mill often later show behavioral problems.
sheep farm n (place where sheep are raised)στάνη, εκτροφείο προβάτων έκφρ
 The children always enjoyed visiting the sheep farm.
silk farm n (place where silk fibres are cultivated)αγρόκτημα εκτοφής μεταξοσκώληκων περίφρ
stud farm n (place where horses are bred)ιπποφορβείο, ιπποτροφείο ουσ ουδ
 After the horse was past his prime, he was sent to a stud farm to produce more champions like himself.
wave farm n (facility: generates tidal power)κυματικό πάρκο φρ ως ουσ ουδ
wind farm n (facility that generates electricity from wind)αιολικό πάρκο φρ ως ουσ ουδ
  αιολική φάρμα φρ ως ουσ θηλ
 An increasing amount of our electricity is generated by wind farms.
worm farm n (facility where worms are bred)φάρμα σκουληκιών, φάρμα γαιοσκώληκων φρ ως ουσ θηλ
  εκτροφείο σκουληκιών, εκτροφείο γαιοσκώληκων φρ ως ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'farmed' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση farmed στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «farmed».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!