escape

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ɪˈskeɪp/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ɪˈskeɪp/ ,USA pronunciation: respelling(i skāp)

Inflections of 'escape' (v): (⇒ conjugate)
escapes
v 3rd person singular
escaping
v pres p
escaped
v past
escaped
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
escape vi (get away) (φεύγω κρυφά)δραπετεύω ρ αμ
  (καθομιλουμένη)το σκάω έκφρ
  (αργκό)την κοπανάω, γίνομαι καπνός έκφρ
 The prisoners have escaped.
 Οι φυλακισμένοι δραπέτευσαν.
 Οι φυλακισμένοι το έσκασαν.
 Οι φυλακισμένοι την κοπάνησαν (or: έγιναν καπνός).
escape from [sth/sb] vi + prep (flee, run away from) (από κπ/κτ)δραπετεύω, ξεφεύγω, διαφεύγω ρ αμ
 The prisoner escaped from his jailers.
 Ο κρατούμενος δραπέτευσε (or:ξέφυγε) από τους δεσμοφύλακές του.
escape from [sth/sb] vi + prep (avoid, evade) (μεταφορικά: από κπ/κτ)ξεφεύγω ρ μ
  γλυτώνω ρ μ
 He goes out to work on the car to escape from his mother-in-law.
 Βγαίνει έξω να μαστορέψει το αυτοκίνητο για να ξεφύγει από την πεθερά του.
escape [sth/sb] vtr (get away from)ξεφεύγω από κτ/κπ ρ μ + πρόθ
 The refugees crossed the border to escape the war.
 Οι πρόσφυγες πέρασαν τα σύνορα για να ξεφύγουν από τον πόλεμο.
escape [sth] vtr (elude) (κάτι δυσάρεστο)αποφεύγω ρ μ
  (καθομιλουμένη)γλυτώνω ρ μ
 The boy escaped punishment by blaming his friend.
 Το αγόρι απέφυγε την τιμωρία κατηγορώντας τον φίλο του.
 Το αγόρι γλύτωσε την τιμωρία κατηγορώντας τον φίλο του.
escape n (breakout) (παράνομη φυγή)απόδραση ουσ θηλ
 The prisoners' escape shocked everyone.
 Η απόδραση των φυλακισμένων σόκαρε τους πάντες.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
escape n (evasion) (μεταφορικά)φυγή, απόδραση ουσ θηλ
 Reading was an escape from his parents' arguing.
 Το διάβασμα ήταν η φυγή του από τους καβγάδες των γονιών του.
escape n (means of escape)έξοδος ουσ θηλ
 There was an escape beneath the window in case of fire.
 Υπήρχε μια έξοδος κάτω από το παράθυρο σε περίπτωση φωτιάς.
escape n (leakage)διαρροή ουσ θηλ
 There was an escape of gas in the basement.
 Υπήρχε διαρροή αερίου στο υπόγειο.
escape vi (avoid capture)ξεφεύγω ρ αμ
 The criminal escaped just before the police arrived.
 Ο εγκληματίας ξέφυγε λίγο πριν φτάσει η αστυνομία.
escape vi (leak)διαρρέω ρ αμ
 The fumes escaped into the atmosphere.
 Οι καπνοί διέρρευσαν στην ατμόσφαιρα.
escape vi (memory: fade) (μεταφορικά)ξεθωριάζω ρ αμ
 The memory of her face has escaped with the passage of time.
 Η ανάμνηση του προσώπου της ξεθώριασε με το πέρασμα του χρόνου.
escape [sb] vtr (forget)μου διαφεύγει περίφρ
 I know the face, but his name escapes me.
 Τον ξέρω εξ όψεως, αλλά το όνομά του μου διαφεύγει.
escape [sth/sb] vtr (inadvertently slip)ξεφεύγω ρ αμ
 A swear word escaped her lips.
 Μια βρισιά ξέφυγε από τα χείλη της.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
escape artist n (escapologist) (μεταφορικά)μάγος των αποδράσεων φρ ως ουσ αρσ
  μέτρ των αποδράσεων φρ ως ουσ αρσ
 Harry Houdini was a famous escape artist.
escape artist n informal (prisoner who frequently escapes)δεξιοτέχνης στις αποδράσεις περίφρ
  (μεταφορικά)μάγος των αποδράσεων φρ ως ουσ αρσ
  μέτρ των αποδράσεων φρ ως ουσ αρσ
escape clause n (releases [sb] from a contract)ρήτρα διαφυγής ουσ θηλ
 There's an escape clause which allows us to terminate the contract if necessary.
escape hatch n (door to an emergency exit)έξοδος κινδύνου ουσ θηλ
 Submarines usually have only one escape hatch; it is also the way in.
escape mechanism n figurative (way of avoiding reality)μηχανισμός διαφυγής φρ ως ουσ αρσ
 Getting high with his friends was an escape mechanism.
escape room n (puzzle-solving activity)escape room ουσ ουδ άκλ
escape route n figurative (way out: of situation)δρόμος διαφυγής ουσ αρσ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
escape route n (exit route: in emergency)δρόμος διαφυγής ουσ αρσ
escape velocity n (speed: escapes gravity)ταχύτητα διαφυγής από το πεδίο βαρύτητας ουσ θηλ
fire escape n (emergency stairway)έξοδος κινδύνου ουσ θηλ
 In the event of fire, please use the fire escape to descend to the ground floor.
have a narrow escape v expr (experience a brush with danger)γλιτώνω παρά τρίχα έκφρ
  (καθομ: μόνο σε αόριστο)φτηνά τη γλίτωσα έκφρ
  (καθομιλουμένη, μτφ)έχω άγιο έκφρ
 Mary had a narrow escape when a car nearly hit her.
lucky escape n (near miss)το να τη γλιτώσω παρατρίχα, το να τη γλιτώσω στο τσακ περίφρ
narrow escape n (escape that almost failed) (μεταφορικά)τη γλυτώνω παρά τρίχα εκφρ
 The children's parents turned extremely pale when they heard about their offspring's narrow escape.
way of escape n (exit route)έξοδος ουσ θηλ
 The flight attendant indicated the lighted ways of escape on the airplane.
way of escape n figurative (means of evading [sth](μεταφορικά)τρόπος διαφυγής ουσ αρσ
 I didn't want to attend the conference, but there was no way of escape.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'escape' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: escape the [war, fire, collapse], a prison escape, is an escape artist, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση escape στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «escape».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!