outflow

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈaʊtfləʊ/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(outflō′)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
outflow n (liquid: issue, escape) (επίσημο)εκροή, διαρροή ουσ θηλ
 There was an outflow of toxic chemicals at the plant.
 Υπήρχε εκροή τοξικών χημικών από το εργοστάσιο.
outflow n (liquid: flowing out)εκροή ουσ θηλ
 The outflow of oil is controlled with a manual valve.
 Η εκροή πετρελαίου ελέγχεται με μια χειροκίνητη βαλβίδα.
outflow n (money: expenses)έξοδα ουσ ουδ πλ
  (επίσημο: χρημάτων)εκροή ουσ θηλ
 For the second month, our outflow is greater than our income.
 Για δεύτερο μήνα τα έξοδά μας είναι μεγαλύτερα από τα έσοδά μας.
outflow n (people: egress) (άνθρωποι)έξοδος ουσ θηλ
 The outflow of people from the region will ease supply problems there.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'outflow' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση outflow στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «outflow».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!