• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
taster n ([sb] employed to sample food)δοκιμαστής, δοκιμάστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
 The coffee roaster employs several tasters to sample all the beans they purchase.
taster n informal (food, drink: small sample)δείγμα ουσ ουδ
  (καθομ, μτφ: φαγητό)μεζές ουσ αρσ
  μεζεδάκι ουσ ουδ
 The restaurant offers tasters of all the beers they have on draft.
taster n informal (trial, sample of an experience)δείγμα ουσ ουδ
  δοκιμή ουσ θηλ
  δοκιμαστικό ουσ ουδ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 This week, the students get to try tasters of the subjects they wish to study.
 Αυτή την εβδομάδα, οι φοιτητές θα πάρουν ένα δείγμα από τα μαθήματα που επιθυμούν να παρακολουθήσουν.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'taster' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση taster στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «taster».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!