empower

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ɪmˈpaʊər/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ɛmˈpaʊɚ/ ,USA pronunciation: respelling(em pouər)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
empower [sb] vtr figurative (give powerful feeling)δίνω δύναμη ρ μ + ουσ θηλ
  εμχυψώνω ρ μ
  ισχυροποιώ ρ μ
 It empowers girls when they see strong female characters in movies.
empower [sb] to do [sth] vtr figurative (give confidence to do)δίνω δύναμη σε κπ να κάνει κτ, δίνω κίνητρο σε κπ να κάνει κτ έκφρ
  (πιο γενικά)ενθαρρύνω κπ να κάνει κτ, κινητοποιώ κπ να κάνει κτ έκφρ
  εμχυψώνω κπ για να κάνει κτ έκφρ
 The seminars are intended to empower boys to talk about their mental health.
 Τα σεμινάρια έχουν την πρόθεση να δώσουν κίνητρο στα αγόρια για να συζητήσουν για την πνευματική τους υγεία.
 Τα σεμινάρια έχουν την πρόθεση να ενθαρρύνουν τα αγόρια να συζητήσουν για την πνευματική τους υγεία.
empower [sb] vtr (authorize)εξουσιοδοτώ ρ μ
  δίνω την εξουσία σε κπ έκφρ
  επιτρέπω σε κπ ρ μ
empower [sb] to do [sth] v expr (authorize)δίνω την εξουσία σε κπ να κάνει κτ έκφρ
  επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ έκφρ
  εξουσιοδοτώ κπ να κάνει κτ έκφρ
  δίνω τη δύναμη σε κπ να κάνει κτ έκφρ
 The legislation empowers town councils to organize cooperatives.
 Η νομοθεσία δίνει την εξουσία στα δημοτικά συμβούλια να οργανώσουν συνεταιρισμούς.
 Η νομοθεσία επιτρέπει στα δημοτικά συμβούλια να οργανώσουν συνεταιρισμούς.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'empower' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: empowering [women, children, people] everywhere, empower [women] to [succeed, follow their dreams], empower and [encourage, motivate, inspire], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση empower στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «empower».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!