WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
empower [sb]⇒ vtr | figurative (give powerful feeling) | δίνω δύναμη ρ μ + ουσ θηλ |
| | εμχυψώνω ρ μ |
| | ισχυροποιώ ρ μ |
| It empowers girls when they see strong female characters in movies. |
empower [sb] to do [sth]⇒ vtr | figurative (give confidence to do) | δίνω δύναμη σε κπ να κάνει κτ, δίνω κίνητρο σε κπ να κάνει κτ έκφρ |
| (πιο γενικά) | ενθαρρύνω κπ να κάνει κτ, κινητοποιώ κπ να κάνει κτ έκφρ |
| | εμχυψώνω κπ για να κάνει κτ έκφρ |
| The seminars are intended to empower boys to talk about their mental health. |
| Τα σεμινάρια έχουν την πρόθεση να δώσουν κίνητρο στα αγόρια για να συζητήσουν για την πνευματική τους υγεία. |
| Τα σεμινάρια έχουν την πρόθεση να ενθαρρύνουν τα αγόρια να συζητήσουν για την πνευματική τους υγεία. |
empower [sb]⇒ vtr | (authorize) | εξουσιοδοτώ ρ μ |
| | δίνω την εξουσία σε κπ έκφρ |
| | επιτρέπω σε κπ ρ μ |
empower [sb] to do [sth] v expr | (authorize) | δίνω την εξουσία σε κπ να κάνει κτ έκφρ |
| | επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ έκφρ |
| | εξουσιοδοτώ κπ να κάνει κτ έκφρ |
| | δίνω τη δύναμη σε κπ να κάνει κτ έκφρ |
| The legislation empowers town councils to organize cooperatives. |
| Η νομοθεσία δίνει την εξουσία στα δημοτικά συμβούλια να οργανώσουν συνεταιρισμούς. |
| Η νομοθεσία επιτρέπει στα δημοτικά συμβούλια να οργανώσουν συνεταιρισμούς. |