Ο όρος 'e' παραπέμπει στον όρο 'E'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'e' is cross-referenced with 'E'. It is in one or more of the lines below.
| Κύριες μεταφράσεις |
E, e n | (fifth letter of alphabet) | Ε ουσ ουδ άκλ |
| | Does your last name have two Es or one? |
| | Το επίθετό σου έχει δύο Ε ή ένα; |
| E n | (musical note) (μουσική νότα) | μι ουσ θηλ άκλ |
| | If you transpose this to E I think I can sing it. |
| | Αν το αλλάξεις σε μι, νομίζω πως μπορώ να το τραγουδήσω. |
| E n | written, abbreviation (east) (ανατολή) | Α ουσ θηλ άκλ |
| | The geographical coordinates of France are 46°00 N, 2°00 E. |
| | Οι γεωγραφικές συντεταγμένες της Γαλλίας είναι 46°00 Β, 2°00 Α. |
| E n | abbreviation, slang (drug: MDMA, ecstasy) | έκσταση, ecstasy ουσ ουδ άκλ |
| | There was a lot of E going around at the rave last night. |
| | Κυκλοφορούσε πολύ ecstasy στο ρέιβ πάρτι χθες βράδυ. |
| E n | UK, regional (school mark) (βαθμολογία) | Δ ουσ ουδ άκλ |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Στην Ελλάδα, το Δ είναι η χαμηλότερη δυνατή βαθμολογία στις μικρές τάξεις του δημοτικού. |
| | Julia was disappointed to get an E in maths. |
Σύνθετοι τύποι: e | E |
blanket email, blanket e-mail n | (electronic message) (email) | πολλαπλή αποστολή επίθ + ουσ θηλ |
e-book, eBook n | (electronic book) | e-book ουσ ουδ άκλ |
| | | ηλεκτρονικό βιβλίο επίθ + ουσ ουδ |
e-book reader, e-reader n | (electronic device) | e-book reader, ebook reader, e-reader ουσ ουδ άκλ |
| | | συσκευή ανάγνωσης ηλεκτρονικών βιβλίων φρ ως ουσ θηλ |
| | E-book readers are popular among people who commute to work by bus or train. |
| e-business n | uncountable (online buying and selling) | ηλεκτρονικό εμπόριο επίθ + ουσ ουδ |
| | | ηλεκτρονικές αγοραπωλησίες επίθ + ουσ θηλ πλ |
| e-business n | (online company) | διαδικτυακή εταιρεία, διαδικτυακή επιχείρηση επίθ + ουσ θηλ |
| | | εταιρεία που προσφέρει τα προϊόντα της διαδικτυακά φρ ως ουσ θηλ |
| e-cig n | informal (electronic cigarette) | ηλεκτρονικό τσιγάρο επίθ + ουσ ουδ |
e-cigarette, also US: e-cigaret n | colloquial (electronic cigarette) | ηλεκτρονικό τσιγάρο επίθ + ουσ ουδ |
| e-commerce n | (internet business) | ηλεκτρονικό εμπόριο επίθ + ουσ ουδ |
| | There was an increase in e-commerce this holiday season. |
E-FIT, E-fit, e-fit n | ® (composite portrait of a suspect) | E-FIT ουσ ουδ άκλ |
| e-learning n | (online study) | ηλεκτρονική μάθηση επίθ + ουσ θηλ |
| | | e-learning ουσ ουδ άκλ |
| e-learning n as adj | (relating to online study) | ηλεκτρονικής μάθησης περίφρ |
| | | e-learning επίθ άκλ |
| e-skills npl | (ability to use computer) | γνώσεις υπολογιστών φρ ως ουσ θηλ πλ |
| e-tail n | (selling on Internet) | ηλεκτρονικό εμπόριο επίθ + ουσ ουδ |
| | | ηλεκτρονικό λανιεμπόριο επίθ + ουσ ουδ |
| e-tailer n | (Internet retailer) | έμπορος που ασχολείται με το ηλεκτρονικό εμπόριο |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. |
| e-ticket n | abbreviation (electronic ticket) | ηλεκτρονικό εισιτήριο επίθ + ουσ ουδ |
e-waste, electronic waste n | (discarded electronic devices) | ηλεκτρονικά απόβλητα επίθ + ουσ ουδ πλ |
| e.g. adv | Latin, abbreviation (for example) (συντομογραφία) | π.χ. |
| | | λ.χ. |
| | Eat more fruits that are high in fibre, e.g., prunes and figs. |
| | Να τρως περισσότερα φρούτα που έχουν υψηλά επίπεδα φυτικών ινών, π.χ. δαμάσκηνα και σύκα. |
| e'er adv | literary, dated (ever) | ποτέ επίρ |
| | 'Twas the grandest house I e'er did see. |
email, e-mail n | (electronic message) | email ουσ ουδ άκλ |
| | (επίσημο) | μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου περίφρ |
| | I received an email from John with the directions to the party. |
| | Έλαβα ένα email από τον Τζον με οδηγίες για το πάρτυ. |
| | ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Θα λάβετε απάντηση με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. |
email, e-mail n | (electronic messaging system) | υπηρεσία για email, υπηρεσία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου περίφρ |
| | (καθομιλουμένη) | email ουσ ουδ άκλ |
| | Our server is down and we're without email. |
| | Ο εξυπηρετητής μας δε λειτουργεί και δεν έχουμε υπηρεσία για email (or: υπηρεσία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου). |
email, e-mail n | informal (electronic messaging address) | email ουσ ουδ άκλ |
| | (επίσημο) | διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου περίφρ |
| | | ηλεκτρονική διεύθυνση περίφρ |
| | If you give me your email, I'll send the invitation to you. |
| | Αν μου δώσεις το email σου, θα σου στείλω την πρόσκληση. |
| | ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μην ξεχάσετε να συμπληρώσετε τη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σας στην αίτησή σας. |
email [sb], e-mail⇒ vtr | (send electronic message) (επικοινωνώ με υπολογιστή) | στέλνω με email περίφρ |
| | | στέλνω με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου περίφρ |
| | | στέλνω με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο περίφρ |
| | I'll email you tomorrow with the details. |
| | Θα σου στείλω τις λεπτομέρειες με email. |
| | Θα σου στείλω τις λεπτομέρειες με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. |
email [sb] [sth], e-mail⇒ vtr | (send: to [sb] via email) (κάτι σε κάποιον) | στέλνω με email περίφρ |
| | | στέλνω με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου περίφρ |
| | | στέλνω με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο περίφρ |
| | I will email you the directions. |
| | Θα σου στείλω τις οδηγίες με email. |
email [sth] to [sb], e-mail⇒ vtr | (send: [sth] via email) | στέλνω με email, στέλνω με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο περίφρ |
| | I'll email the invoices to all our customers. |
| | Θα στείλω τα τιμολόγια σε όλους τους πελάτες μας με email. |
email address, e-mail address n | (messaging: account name) | ηλεκτρονική διεύθυνση επίθ + ουσ θηλ |
| | (καθομιλουμένη) | διεύθυνση email φρ ως ουσ θηλ |
| | | email ουσ ουδ άκλ |
| | I made a typo in George's email address so he didn't receive my mail. |
emf, EMF, E.M.F., e.m.f. n | initialism (electromagnetic field) | ηλεκτρομαγνητικό πεδίο επίθ + ουσ ουδ |
emf, EMF, E.M.F., e.m.f. n | initialism (electromotive force) (σντμ: ηλεκτρεγερτική δύναμη) | ΗΕΔ ουσ θηλ άκλ |
esports, e-sports, eSports n | uncountable (competitive computer gaming) | ηλεκτρονικά αθλήματα επίθ + ουσ ουδ πλ |
ezine, e-zine n | (online magazine) | ηλεκτρονικό περιοδικό επίθ + ουσ ουδ |
| i.e. adv | Latin, abbreviation (id est: that is) | δηλαδή μόριο |
| | (επίσημο) | ήτοι μόριο |
| | Only one country, i.e., China, voted against the measure. |
| | Μόνο μια χώρα, η Κίνα δηλαδή, ψήφισε κατά του μέτρου. |
online banking, on-line banking, e-banking, UK: internet banking n | (access to bank via internet) | online banking ουσ ουδ άκλ |
| | | διαδικτυακή τραπεζική επίθ + ουσ θηλ |
| | | διαδικτυακές τραπεζικές συναλλαγές, online τραπεζικές συναλλαγές περίφρ |
| | | τραπεζικές συναλλαγές μέσω διαδικτύου περίφρ |
| | Online banking certainly makes bill paying much faster and cheaper than before. I don't receive paper statements any more now I've got internet banking |
| w/e n | written, abbreviation (weekend) | ΣΚ, Σ-Κ ουσ ουδ άκλ |
| w/e expr | written, informal, abbreviation (whatever) | ότι να'ναι |
| | | οτιδήποτε |