WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| correspondence n | (communication via letter, e-mail) | αλληλογραφία ουσ θηλ |
| | | επικοινωνία ουσ θηλ |
| | Don carries on a correspondence with his childhood friend. |
| | Ο Ντον συνεχίζει την αλληλογραφία με έναν παιδικό του φίλο. |
| correspondence n | (letters, e-mails) | αλληλογραφία ουσ θηλ |
| | | γράμματα ουσ ουδ πλ |
| | The library has a large collection of Mark Twain's correspondence. |
| | Η βιβλιοθήκη έχει μια μεγάλη συλλογή με την αλληλογραφία του Μαρκ Τουαίην. |
| correspondence n | (connection, similarity) | αντιστοιχία ουσ θηλ |
| | | συσχέτιση ουσ θηλ |
| | There is almost no correspondence between the names on the two lists. |
| | Researchers found a correspondence between the amount of exercise children get and their ability to learn. |
| | Δεν υπάρχει σχεδόν καμία αντιστοιχία ανάμεσα στα ονόματα στις δυο λίστες. // Οι ερευνητές ανακάλυψαν μια αντιστοιχία μεταξύ της φυσικής δραστηριότητας των παιδιών και της ικανότητάς τους για μάθηση. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: