correspondence

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˌkɒrɪˈspɒndəns/

US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/ˌkɔrəˈspɑndəns, ˌkɑr-/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(kôr′ə spondəns, kor′-)


  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
correspondence n (communication via letter, e-mail)αλληλογραφία ουσ θηλ
  επικοινωνία ουσ θηλ
 Don carries on a correspondence with his childhood friend.
 Ο Ντον συνεχίζει την αλληλογραφία με έναν παιδικό του φίλο.
correspondence n (letters, e-mails)αλληλογραφία ουσ θηλ
  γράμματα ουσ ουδ πλ
 The library has a large collection of Mark Twain's correspondence.
 Η βιβλιοθήκη έχει μια μεγάλη συλλογή με την αλληλογραφία του Μαρκ Τουαίην.
correspondence n (connection, similarity)αντιστοιχία ουσ θηλ
  συσχέτιση ουσ θηλ
 There is almost no correspondence between the names on the two lists.
 Researchers found a correspondence between the amount of exercise children get and their ability to learn.
 Δεν υπάρχει σχεδόν καμία αντιστοιχία ανάμεσα στα ονόματα στις δυο λίστες. // Οι ερευνητές ανακάλυψαν μια αντιστοιχία μεταξύ της φυσικής δραστηριότητας των παιδιών και της ικανότητάς τους για μάθηση.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
business correspondence n (letters, e-mails)επαγγελματική αλληλογραφία επίθ + ουσ θηλ
 I have separate files for my business correspondence and my personal correspondence.
correspondence school n (distance-learning school)σχολείο για σπουδές εξ αποστάσεως φρ ως ουσ ουδ
  (ανώτατη εκπαίδευση)σχολή για σπουδές εξ αποστάσεως φρ ως ουσ ουδ
 Correspondence schools may be the only choice for people living in rural areas.
 Τα σχολεία για σπουδές εξ αποστάσεως, ίσως, αποτελούν μοναδική επιλογή για τους ανθρώπους που ζουν σε αγροτικές περιοχές.
personal correspondence n (intimate letters)προσωπική αλληλογραφία ουσ θηλ
 I keep my personal correspondence in a locked drawer.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'correspondence' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: [foreign, private, government, national] correspondence, [legal, business, company] correspondence, [cut off, halted, severed] correspondence (between), περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση correspondence στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «correspondence».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!