E

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations'E', 'e': /ˈiː/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA'E', 'e': /i/ ,USA pronunciation: respelling'E', 'e': (ē)

  • WordReference
  • Definition
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: E, e

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
E,
e
n
(fifth letter of alphabet)Ε ουσ ουδ άκλ
 Does your last name have two Es or one?
 Το επίθετό σου έχει δύο Ε ή ένα;
E n (musical note) (μουσική νότα)μι ουσ θηλ άκλ
 If you transpose this to E I think I can sing it.
 Αν το αλλάξεις σε μι, νομίζω πως μπορώ να το τραγουδήσω.
E n written, abbreviation (east) (ανατολή)Α ουσ θηλ άκλ
 The geographical coordinates of France are 46°00 N, 2°00 E.
 Οι γεωγραφικές συντεταγμένες της Γαλλίας είναι 46°00 Β, 2°00 Α.
E n abbreviation, slang (drug: MDMA, ecstasy)έκσταση, ecstasy ουσ ουδ άκλ
 There was a lot of E going around at the rave last night.
 Κυκλοφορούσε πολύ ecstasy στο ρέιβ πάρτι χθες βράδυ.
E n UK, regional (school mark) (βαθμολογία)Δ ουσ ουδ άκλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Στην Ελλάδα, το Δ είναι η χαμηλότερη δυνατή βαθμολογία στις μικρές τάξεις του δημοτικού.
 Julia was disappointed to get an E in maths.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
e,
e-
prefix
(electronic, on the Internet)e- α' συνθετικό
  ηλεκτρονικός επίθ
  διαδικτυακός επίθ
Σχόλιο: ξενικό, άκλιτο
 For example: email, e-book
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
E | e
ΑγγλικάΕλληνικά
B.C.E.,
BCE
n
initialism (degree: Bachelor of Chemical Engineering)πτυχίο χημικού μηχανικού φρ ως ουσ ουδ
B.C.E.,
BCE
n
initialism ([sb]: Bachelor of Chemical Engineering)χημικός μηχανικός επίθ + ουσ αρσ/θηλ
B.C.E.,
BCE
n
initialism (degree: Bachelor of Civil Engineering)πτυχίο πολιτικού μηχανικού φρ ως ουσ ουδ
B.C.E.,
BCE
n
initialism ([sb]: Bachelor of Civil Engineering)πολιτικός μηχανικός επίθ + ουσ αρσ/θηλ
B.Eng.,
BEng,
B.E.,
BE
n
initialism (degree: Bachelor of Engineering)πτυχίο μηχανικού φρ ως ουσ ουδ
B.Eng.,
BEng,
B.E.,
BE
n
initialism (holder of an engineering degree)διπλωματούχος μηχανικός επίθ + ουσ αρσ/θηλ
  πτυχιούχος μηχανικός επίθ + ουσ αρσ/θηλ
BCE,
B.C.E.
adv
initialism (Before the Common Era)προ Χριστού φρ ως επίρ
  (σπάνιο)πριν από την Κοινή Χρονολογία φρ ως επίρ
  προ Κοινής Χρονολογίας φρ ως επίρ
 Julius Caesar was born in the year 100 BCE.
E-FIT,
E-fit,
e-fit
n
® (composite portrait of a suspect)E-FIT ουσ ουδ άκλ
emf,
EMF,
E.M.F.,
e.m.f.
n
initialism (electromagnetic field)ηλεκτρομαγνητικό πεδίο επίθ + ουσ ουδ
emf,
EMF,
E.M.F.,
e.m.f.
n
initialism (electromotive force) (σντμ: ηλεκτρεγερτική δύναμη)ΗΕΔ ουσ θηλ άκλ
ER (US),
A&E (UK)
n
initialism (emergency room)τμήμα επειγόντων περιστατικών φρ ως ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)ΤΕΠ ουσ ουδ άκλ
  επείγοντα επίθ ως ουσ ουδ
 Where do you turn for the entrance to the ER?
E.S. n initialism (Education Specialist)εκπαιδευτικός με επιπλέον ειδίκευση
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
identikit,
Identikit
n
® (composite portrait of a suspect)είδος διαφανειών με χαρακτηριστικά προσώπου για αναγνώριση υπόπτων
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
P/E ratio,
P/E yield
n
abbreviation (finance: price-to-earnings ratio)δείκτης τιμής προς κέρδη φρ ως ουσ αρσ
Phys Ed,
Phys. Ed. (US),
P.E.,
PE (UK)
n
abbreviation (physical education)φυσική αγωγή επίθ + ουσ θηλ
 Phys Ed is just as important as more academic subjects.
SAE,
S.A.E.,
sae
n
UK, initialism (stamped addressed envelope)φάκελος με προπληρωμένο τέλος περίφρ
SASE,
S.A.S.E.
n
US, initialism (self-addressed stamped envelope)γραμματοσημασμένος αυτοαπευθυνόμενος φάκελος περίφρ
SSAE,
S.S.A.E.
n
US, initialism (stamped self-addressed envelope)φάκελος με στοιχεία παραλήπτη και πληρωμένη τέλη αποστολής
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
Stock Exchange Commission,
S.E.C.,
SEC
n
(enforces securities laws)Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς φρ ως ουσ θηλ
vitamin E n (organic nutrient)βιταμίνη Ε ουσ θηλ
 Vitamin E oil restores broken and damaged fingernails.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'E' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: the letter E, [starts, begins] with an E, E is the fifth letter of the alphabet, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση E στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «E».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!