WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| distinguish [sb/sth]⇒ vtr | (make out, see) | διακρίνω ρ μ |
| | | βλέπω, ξεχωρίζω ρ μ |
| | The fog was so thick, Harry could hardly distinguish the road. |
| | Η ομίχλη ήταν τόσο πυκνή που ο Χάρυ με δυσκολία μπορούσε να διακρίνει τον δρόμο. |
| | Η ομίχλη ήταν τόσο πυκνή που ο Χάρυ με δυσκολία μπορούσε να δει τον δρόμο. |
| distinguish [sb/sth] from [sb/sth] vtr + prep | (see the difference between) (κπ/κτ από κπ/κτ) | διακρίνω ρ μ |
| | (κπ/κτ από κπ/κτ) | ξεχωρίζω ρ μ |
| | Some people find it difficult to distinguish right from wrong. |
| | Κάποιοι άνθρωποι το βρίσκουν δύσκολο να διακρίνουν το σωστό απ' το λάθος. |
| | Κάποιοι άνθρωποι το βρίσκουν δύσκολο να ξεχωρίσουν το σωστό απ' το λάθος. |
| distinguish [sb/sth] vtr | (make different) | χαρακτηρίζω ρ μ |
| | Francesca's Italian accent is what distinguishes her. |
| | Η ιταλική προφορά της Φραντσέσκα είναι αυτό που τη χαρακτηρίζει. |
| distinguish [sb/sth] from [sb/sth] vtr + prep | (make different) | ξεχωρίζω κπ/κτ από κπ/κτ, διακρίνω κπ/κτ από κπ/κτ ρ μ + πρόθ |
| | | κάνω κπ/κτ να διαφέρει από κπ/κτ, κάνω κπ/κτ να ξεχωρίζει από κπ/κτ περίφρ |
| | What distinguishes him from his colleagues is his unshakeable self-confidence. |
| | Αυτό που τον κάνει να διαφέρει (or: ξεχωρίζει) απ' τους υπόλοιπους συναδέλφους του είναι η ακλόνητη αυτοπεποίθησή του. |
| distinguish yourself vtr + refl | (become prominent) | διακρίνομαι ρ αμ |
| | | είμαι διακεκριμένος ρ έκφρ |
| | This director has distinguished himself in the film industry. |
| | Ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης έχει διακριθεί στην κινηματογραφική βιομηχανία. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: