distorted

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/dɪˈstɔːrtɪd/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(di stôrtid)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: distorted, distort

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
distorted adj (image: warped)παραμορφωμένος επίθ
 We saw some bent mirrors that gave distorted reflections.
distorted adj figurative (story: false, misleading)διαστρεβλωμένος, στρεβλός επίθ
 Their account of the accident was distorted by their agenda.
distorted adj (sound: altered) (ήχος)παραμορφωμένος επίθ
 Her voice was so distorted we couldn't understand her.
distorted adj figurative (idea: perverted)στρεβλός επίθ
  διαστρεβλωμένος μτχ ενεστ
 This is a very distorted presentation of leading the holy life.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
distort [sth] vtr (image, vision)παραμορφώνω ρ μ
  διαστρεβλώνω, στρεβλώνω ρ μ
 This mirror distorts your reflection so that it looks like your head is really big.
 Ο καθρέφτης αυτός παραμορφώνει την αντανάκλασή σου και έτσι μοιάζει σαν να είναι πολύ μεγάλο το κεφάλι σου.
distort [sth] vtr (twist out of shape)παραμορφώνω ρ μ
 Pain had distorted Edward's face.
 Ο πόνος είχε παραμορφώσει το πρόσωπο του Έντουαρντ.
distort [sth] vtr (sound)παραμορφώνω ρ μ
 The PA system distorted the announcer's voice; no one could understand what he was saying!
 Το μεγαφωνικό σύστημα ανακοινώσεων παραμόρφωσε τη φωνή του εκφωνητή· κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγε!
distort [sth] vtr (facts)διαστρεβλώνω, διαστρέφω, στρεβλώνω ρ μ
 The journalist distorted the politician's words.
 Ο δημοσιογράφος διαστρέβλωσε τα λόγια του πολιτικού.
distort [sth] vtr (outlook, mentality)διαστρεβλώνω, στρεβλώνω ρ μ
 Imogen's traumatic childhood had distorted her view of the world.
 Η τραυματική παιδική ηλικία της Ίμοτζεν είχε διαστρεβλώσει την αντίληψή της για τον κόσμο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
distorted | distort
ΑγγλικάΕλληνικά
distorted image n (picture: deformed) (κυριολεκτικά)παραμορφωμένη εικόνα επίθ + ουσ θηλ
 The twins laughed at their distorted images in the hall of mirrors at the funfair.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τα κινητά νέας τεχνολογίας έχουν πρόγραμμα εμφάνισης παραμορφωμένων εικόνων.
distorted image n figurative (perception: faulty) (μεταφορικά)λανθασμένη εικόνα, στρεβλή αντίληψη επίθ + ουσ θηλ
 Because of his parents' unhappy marriage, John grew up with a distorted image of relationships.
 Εξαιτίας του κακού γάμου των γονιών του ο Τζον μεγάλωσε με μια στρεβλή αντίληψη των σχέσεων.
distorted view n figurative (perception: unrealistic)διαστρεβλωμένη άποψη, διαστρεβλωμένη αντίληψη επίθ + ουσ θηλ
  (μεταφορικά)παραμορφωμένη εικόνα επίθ + ουσ θηλ
 His privileged background left him with a distorted view of poverty.
distorted view n (appearance: deformed, twisted)παραμορφωμένη εικόνα επίθ + ουσ θηλ
  παραμορφωμένη όψη επίθ + ουσ θηλ
 The tilted position of the camera provides a deliberately distorted view of the building.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'distorted' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση distorted στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «distorted».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!