distinct

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/dɪˈstɪŋkt/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/dɪˈstɪŋkt/ ,USA pronunciation: respelling(di stingkt)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
distinct adj (different)ιδιαίτερος, ξεχωριστός επίθ
 Jeremy heard the blackbird's distinct call.
 Ο Τζέρεμυ άκουσε το ιδιαίτερο κελάηδημα του κότσυφα.
distinct from [sth] adj + prep (different from)διαφορετικός από κτ επίθ + πρόθ
  που διαφέρει από περίφρ
 If you look closely, you can see that this plant is distinct from that one.
 Αν κοιτάξεις προσεκτικά, θα δεις ότι αυτό το φυτό διαφέρει από το άλλο.
distinct adj (clear to see, hear, etc.)ευδιάκριτος, διακριτός επίθ
  ξεκάθαρος, σαφής επίθ
 Eugene could make out the distinct shape of a molehill on the lawn.
distinct adj (clear, definite)ευδιάκριτος, διακριτός επίθ
  ξεκάθαρος, σαφής επίθ
 There was a distinct lack of enthusiasm among the students when the teacher suggested they do extra homework.
 Υπήρξε σαφής έλλειψη ενθουσιασμού μεταξύ των μαθητών όταν ο δάσκαλος πρότεινε να αναλάβουν επιπλέον εργασία για το σπίτι.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
distinct adj (separate)ξεχωρίζω κτ από κτ, διαχωρίζω κτ από κτ ρ μ + πρόθ
  διαχωρισμένος μτχ πρκ
  ξεχωριστός επίθ
  (μεταφορικά)σε απόσταση περίφρ
 Agatha likes to keep her work and her home life distinct.
distinct from [sth] adj + prep (separate from [sth])ξεχωρίζω κτ από κτ, διαχωρίζω κτ από κτ ρ μ + πρόθ
  (μεταφορικά)μακριά από κτ επίρ + πρόθ
  (μεταφορικά)σε απόσταση από κτ περίφρ
 Agatha likes to keep her work distinct from her home life.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
as distinct from expr (unlike, not)σε αντιδιαστολή με έκφρ
  σε αντίθεση με έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'distinct' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: are distinct from [each other, the others], are [very, completely] distinct, distinct and [unique, different, clear], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση distinct στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «distinct».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!