WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
distinct adj | (different) | ιδιαίτερος, ξεχωριστός επίθ |
| Jeremy heard the blackbird's distinct call. |
| Ο Τζέρεμυ άκουσε το ιδιαίτερο κελάηδημα του κότσυφα. |
distinct from [sth] adj + prep | (different from) | διαφορετικός από κτ επίθ + πρόθ |
| | που διαφέρει από περίφρ |
| If you look closely, you can see that this plant is distinct from that one. |
| Αν κοιτάξεις προσεκτικά, θα δεις ότι αυτό το φυτό διαφέρει από το άλλο. |
distinct adj | (clear to see, hear, etc.) | ευδιάκριτος, διακριτός επίθ |
| | ξεκάθαρος, σαφής επίθ |
| Eugene could make out the distinct shape of a molehill on the lawn. |
distinct adj | (clear, definite) | ευδιάκριτος, διακριτός επίθ |
| | ξεκάθαρος, σαφής επίθ |
| There was a distinct lack of enthusiasm among the students when the teacher suggested they do extra homework. |
| Υπήρξε σαφής έλλειψη ενθουσιασμού μεταξύ των μαθητών όταν ο δάσκαλος πρότεινε να αναλάβουν επιπλέον εργασία για το σπίτι. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
distinct adj | (separate) | ξεχωρίζω κτ από κτ, διαχωρίζω κτ από κτ ρ μ + πρόθ |
| | διαχωρισμένος μτχ πρκ |
| | ξεχωριστός επίθ |
| (μεταφορικά) | σε απόσταση περίφρ |
| Agatha likes to keep her work and her home life distinct. |
distinct from [sth] adj + prep | (separate from [sth]) | ξεχωρίζω κτ από κτ, διαχωρίζω κτ από κτ ρ μ + πρόθ |
| (μεταφορικά) | μακριά από κτ επίρ + πρόθ |
| (μεταφορικά) | σε απόσταση από κτ περίφρ |
| Agatha likes to keep her work distinct from her home life. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: