• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: distended, distend

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
distended adj (swollen)πρησμένος μτχ πρκ
 The famine victims distended stomachs were a terrible sight to behold.
distended adj (expanded)διογκωμένος μτχ πρκ
  διατεταμένος μτχ πρκ
 The horse's distended nostrils were a sign of its fear.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
distend vi (swell)διογκώνομαι, διαστέλλομαι ρ αμ
  πρήζομαι ρ αμ
 The children's stomachs distended from parasites.
distend vi (expand)τεντώνω ρ αμ
  (μεταφορικά)ανοίγω ρ αμ
distend [sth] vtr (cause to swell)διογκώνω, διαστέλλω ρ μ
  πρήζω ρ μ
 Eating dairy distends my stomach.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση distended στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «distended».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!