WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
coax [sb]⇒ vtr | (persuade, entice) | καλοπιάνω ρ μ |
| | παίρνω κπ με το καλό έκφρ |
| (κάνω να αλλάξει γνώμη) | πείθω ρ μ |
| (καθομιλουμένη) | τουμπάρω ρ μ |
| He's stubborn, but please try to coax him. |
| Είναι πεισματάρης, αλλά σε παρακαλώ προσπάθησε να τον καλοπιάσεις. |
coax [sb] to do [sth] v expr | (persuade, entice to do) | καλοπιάνω κπ για να κάνει κτ περίφρ |
| | πείθω κπ για να κάνει κτ περίφρ |
| (καθομιλουμένη) | τουμπάρω κπ και κάνει κτ, ρίχνω κπ και κάνει κτ περίφρ |
| They coaxed me to join them for the weekend. |
| Με καλόπιασαν για να πάω μαζί τους το σαββατοκύριακο. |
coax [sb/sth] into [sth] vtr + prep | (persuade, entice into) | πείθω κπ/κτ να μπει σε κτ περίφρ |
| (καθομιλουμένη) | καταφέρνω κπ/κτ να μπει σε κτ περίφρ |
| No matter how hard I tried, it was impossible to coax my cat into the carrier. |
| Όσο και να προσπαθούσα, ήταν αδύνατον να πείσω τη γάτα μου να μπει στο κλουβάκι. |
coax [sb] into doing [sth] v expr | (persuade, entice into doing) | πείθω κπ να κάνει κτ περίφρ |
| (καθομιλουμένη) | καταφέρνω κπ να κάνει κτ, τουμπάρω κπ να κάνει κτ περίφρ |
| Jessica tried to coax her daughter into eating the oatmeal. |
| Η Τζέσικα προσπάθησε να πείσει την κόρη της να φάει τη βρώμη. |