WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
coauthor, also UK: co-author n | (joint writer) | συν-συγγραφέας, συσσυγραφέας ουσ αρσ/θηλ |
| | συνεργάτης συγγραφέα φρ ως ουσ αρσ/θηλ |
| (άρθρο) | συν-συντάκτης ουσ αρσ/θηλ |
| (πιο απλά) | ένας από τους συντάκτες, ένας από τους συγγραφείς έκφρ |
| Tim's coauthor is one of his university colleagues. |
coauthor [sth], also UK: co-author [sth]⇒ vtr | (write jointly) | γράφω κτ μαζί, γράφω κτ από κοινού έκφρ |
| (πιο γενικά, πχ μελέτη, έρευνα) | συνεργάζομαι σε κτ έκφρ |
| The two professors co-authored a paper on global warming. |
coauthor [sth] with [sb], also UK: co-author [sth] with [sb]⇒ vtr | (write jointly) | γράφω κτ μαζί με κπ, γράφω κτ από κοινού με κπ έκφρ |
| (πιο γενικά, πχ μελέτη, έρευνα) | συνεργάζομαι με κπ σε κτ έκφρ |
| Caroline coauthored the book with her husband. |