WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
coattail (US), coat-tail (UK) n | usually plural (man's formal jacket: back flap) | ουρά ουσ θηλ |
| | (κατά λέξη) | ουρά φράκου φρ ως ουσ θηλ |
| coattail⇒ vi | US (succeed thanks to [sb] else) | εκμεταλλεύομαι την επιτυχία ή την προσπάθεια κάποιου άλλου |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. |
| | Stanley was the weakest player on his team, but he managed to coattail into two championships. |
| on [sb]'s coattails expr | figurative (aided by [sb]'s success) | εκμεταλλευόμενος την επιτυχία κάποιου άλλου |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. |
| on the coattails of [sth] expr | figurative (immediately following [sth]) | που ακολουθεί κτ περίφρ |
| | | που έρχεται αμέσως μετά από κτ περίφρ |