WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| coast n | (land by the sea) (γη δίπλα στην θάλασσα) | ακτή, ακρογιαλιά ουσ θηλ |
| | | παράλια ουσ ουδ πλ |
| | There are fine beaches on the coast. |
| | Υπάρχουν εξαιρετικές παραλίες στην ακτή. |
| | ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το πλοίο κινείται κοντά στα παράλια της Μικράς Ασίας. |
| coast⇒ vi | (move without power) (κινούμαι χωρίς δύναμη) | κυλάω, τσουλάω ρ αμ |
| Σχόλιο: Περιπτώσεις όπως η πρόταση του παραδείγματος αποδίδονται περιφραστικά, πχ «Κατέβηκε τσουλώντας την πλαγιά με το ποδήλατό της». |
| | She coasted downhill on the bicycle. |
| coast vi | (apply little effort) | δεν καταβάλω προσπάθεια, δεν προσπαθώ περίφρ |
| | (καθομιλουμένη) | χαζεύω, χαζολογώ ρ αμ |
| | She has been coasting all year and doesn't expect to pass her exams. |
| | Δεν κατέβαλε καμία προσπάθεια όλο τον χρόνο και δεν περιμένει να περάσει τις εξετάσεις της. |
| coast through [sth] vi + prep | (apply little effort) | τα πάω πολύ καλά χωρίς να καταβάλω ιδιαίτερη προσπάθεια περίφρ |
| | (καθομιλουμένη) | είναι παιχνιδάκι για μένα έκφρ |
| | He is coasting through the maths course. |
| | Τα μαθηματικά είναι παιχνιδάκι για εκείνον. |
| the Coast n | US (West Coast of the US) | η Δυτική Ακτή φρ ως ουσ θηλ |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: