capacity

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/kəˈpæsɪti/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/kəˈpæsɪti/ ,USA pronunciation: respelling(kə pasi tē)

Inflections of 'capacity' (n): npl: capacities
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
capacity n (limit: storing)χωρητικότητα ουσ θηλ
 The hard drive capacity of this computer is quite large.
 Η χωρητικότητα του σκληρού δίσκου αυτού του υπολογιστή είναι αρκετά μεγάλη.
capacity n (limit: persons)χωρητικότητα ουσ θηλ
 The capacity of this room is twenty-five people.
 Η χωρητικότητα αυτού του δωματίου είναι είκοσι πέντε άτομα.
capacity n (electricity: output)χωρητικότητα ουσ θηλ
 This battery has a capacity of 2000 mAh.
capacity n (person: ability)ικανότητα ουσ θηλ
 Sasha has the capacity to play that Liszt concerto.
 Η Σάσα έχει την ικανότητα να παίξει αυτό το κονσέρτο του Λιστ.
capacity n (thing: power)ισχύς ουσ θηλ
  δυνατότητες ουσ θηλ πλ
 The machine is operating at full capacity.
 Η μηχανή δουλεύει τώρα στη μέγιστη ισχύ της.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
capacity n (competence)ικανότητα ουσ θηλ
 Very elderly people sometimes do not have the capacity to make legal decisions themselves.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
carrying capacity n (vehicle: maximum passengers, goods)μεταφορική ικανότητα επίθ + ουσ θηλ
carrying capacity n (ecology: maximum population)χωρητικότητα βιοτόπου φρ ως ουσ θηλ
have the capacity for [sth] v expr (be capable of, be able to)έχω δυνατότητες/ικανότητες να έκφρ
 All men have the capacity for murder, in the right circumstances.
in your capacity as prep (in your given role)με την ιδιότητά σου ως έκφρ
passenger capacity n (maximum number of travellers on board)χωρητικότητα επιβατών ουσ θηλ
 The first Jumbo Jet had a passenger capacity of over 800.
storage capacity n (amount of room or space) (υπολογιστές)χωρητικότητα ουσ θηλ
Σχόλιο: Όταν δεν αναφέρεται σε υπολογιστές, δεν υπάρχει ενιαία απόδοση για κάθε περίπτωση, πχ «Το σπίτι αυτό έχει τρία γκαράζ. Αυτό θα πει αποθηκευτικός χώρος!»
 This house has 3 garages - imagine the storage capacity!
testing capacity n (number of tests that can be done)δυναμικότητα εξετάσεων φρ ως ουσ θηλ
  δυναμικότητα διενέργειας εξετάσεων φρ ως ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'capacity' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a [two-liter, five-gallon] capacity, a capacity of [three] [liters], a [tank, barrel, drum] with a [50-gallon] capacity, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση capacity στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «capacity».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!