WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| breakthrough n | (major progress or advance) | σημαντική πρόοδος επίθ + ουσ θηλ |
| | | πρωτοποριακός επίθ |
| | (μεταφορικά) | τομή, επανάσταση ουσ θηλ |
| | Evan's therapist said that he has made a breakthrough in this therapy. |
| | Ο ψυχίατρος του Έβαν του είπε ότι έχει κάνει σημαντική πρόοδο με αυτή τη θεραπεία. |
| breakthrough n | (research: major discovery) | σημαντική ανακάλυψη επίθ + ουσ θηλ |
| | | σημαντική εξέλιξη επίθ + ουσ θηλ |
| | (μεταφορικά) | τομή, επανάσταση ουσ θηλ |
| | Lydia's article has provided a real breakthrough in the research in this field. |
| | Το άρθρο της Λύντια έφερε πραγματική επανάσταση στην έρευνα σε αυτό το πεδίο. |
| breakthrough n | (military advance) | διάσπαση αμυντικής γραμμής φρ ως ουσ θηλ |
| | The Allies' breakthrough in Normandy pushed the German forces back. |
| breakthrough n as adj | (first success) | πρώτος επιτυχημένος, πρώτος μεγάλος περίφρ |
| | | αυτό με το οποίο γίνομαι γνωστός περίφρ |
| | | που φέρνει την επιτυχία περίφρ |
| | (λόγιος) | ρηξικέλευθος επίθ |
| | The Beatles' breakthrough single was released in 1962. |
| | Το πρώτο επιτυχημένο (or: πρώτο μεγάλο) σινγκλ των Μπιτλς βγήκε το 1962. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| break through vi phrasal | figurative (make sudden advance) | σημειώνω πρόοδο περίφρ |
| | | σημειώνω επιτυχία περίφρ |
| | | κάνω πρόοδο, κάνω επιτυχία περίφρ |
| | | πετυχαίνω ρ αμ |
| Σχόλιο: single-word form used when term is a noun or an adj before a noun |
| | The company succeeded in breaking through with these new ideas. |
| | Η εταιρεία κατάφερε να σημειώσει πρόοδο με αυτές τις νέες ιδέες. |
| break through [sth] vtr + prep | (demolish) | κατεδαφίζω ρ μ |
| | The army used tanks to break through the barricades. |
| | Ο στρατός χρησιμοποίησε άρματα μάχης για να κατεδαφίσει τα οδοφράγματα. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: