• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: breakeven, break even

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
breakeven,
break-even
n
(equal income and expenses) (μεταφορικά: οικονομικά)νεκρό σημείο επίθ + ουσ ουδ
 We have to increase sales if we want to reach breakeven this year.
breakeven,
break-even
adj
(with income and expenses equal) (οικονομικά)ισοσκελισμένος, ισοσκελής, ισοζυγισμένος επίθ
  (μτφ, οικονομικά: σημείο)νεκρό επίθ
 The company is struggling to reach the breakeven point of $500,000.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
break even v expr (not make profit or loss)φτάνω στο νεκρό σημείο έκφρ
  (καθομιλουμένη)ρεφάρω ρ αμ
Σχόλιο: A hyphen is used when the term is an adjective
 At the rate we're going, we'll be lucky to break even at year's end.
 Με τον ρυθμό που πηγαίνουμε θα είμαστε τυχεροί αν ρεφάρουμε στο τέλος του χρόνου.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση breakeven στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «breakeven».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!