WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
belong to [sb] vi + prep | (be owned: by [sb]) | ανήκω σε κπ ρ αμ + πρόθ |
| This pen belongs to me. |
belong to [sth] vi + prep | (be a member: of [sth]) | ανήκω σε κτ ρ αμ + πρόθ |
| (με γενική) | είμαι μέλος ρ έκφρ |
| She belongs to the chess club |
belong to [sth] vi + prep | (to be part of [sth]) | ανήκω σε κτ ρ αμ + πρόθ |
| | είμαι μέρος του... έκφρ |
| That cup belongs to my mother's tea set. |
belong⇒ vi | (be properly placed) | η θέση μου είναι περίφρ |
| (ανεπίσημο) | πηγαίνω, πάω ρ αμ |
| The chair belongs by the table. |
| Η θέση της καρέκλας είναι δίπλα στο τραπέζι. |
| Η καρέκλα πάει δίπλα στο τραπέζι. |
belong vi | figurative (fit socially) (μεταφορικά) | ανήκω ρ αμ |
| | ταιριάζω ρ αμ |
| | μου πάει, μου ταιριάζει περίφρ |
| He finally found a group where he belonged - the Chess Club. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Από τότε που μετακόμισα στο εξωτερικό, νιώθω ότι δεν ανήκω εδώ. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Από τότε που μετακόμισα στο εξωτερικό, νιώθω ότι δεν ταιριάζω εδώ. |
| Βρήκε επιτέλους μια ομάδα που του πάει (or: του ταιριάζει), τον Σύλλογο Σκακιστών. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: