Σε αυτή τη σελίδα: bellyaching, bellyache

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bellyaching n (complaining, whining)γκρίνια ουσ ουδ
  μίρλα ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bellyache n informal (pain in the stomach)κοιλόπονος, στομαχόπονος ουσ αρσ
 All that ice cream has given me a bellyache.
bellyache vi slang (complain)γκρινιάζω, παραπονιέμαι ρ αμ
  (μεταφορικά)μουρμουράω ρ αμ
 I wish you wouldn't bellyache so much.
bellyache about [sth] vi + prep slang (complain about [sth])γκρινιάζω για κτ, παραπονιέμαι για κτ ρ αμ + πρόθ
  (καθομιλουμένη)μουρμουράω για κτ ρ αμ + πρόθ
 Fred is always bellyaching about the long hours he has to work.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση bellyaching στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «bellyaching».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!