fit in



  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: fit in, fit
Ο όρος 'fit in' παραπέμπει στον όρο 'fit'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'fit in' is cross-referenced with 'fit'. It is in one or more of the lines below.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fit in vi phrasal (belong)ταιριάζω ρ αμ
 With that attitude, he'll never fit in here.
 Με αυτήν τη συμπεριφορά δεν θα ταιριάξει ποτέ εδώ.
fit [sth/sb] in vtr phrasal sep (make room for)χωράω ρ μ
 I think we can fit one more in at this table.
 Νομίζω ότι μπορούμε να χωρέσουμε έναν ακόμα σε αυτό το τραπέζι.
fit in with [sb/sth] vi phrasal + prep (be easily assimilated)ταιριάζω με κπ/κτ ρ αμ + πρόθ
 His lifestyle doesn't fit in with the group.
 Ο τρόπος ζωής του δεν ταιριάζει με την ομάδα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fit [sb] vtr (clothing: be correct size for [sb])κάνω σε κπ ρ μ + πρόθ
  (ακριβώς σε μέγεθος)εφαρμόζω καλά περίφρ
 Does this shirt fit you, or is it too big?
 Σου κάνει αυτό το πουκάμισο, ή μήπως είναι πολύ μεγάλο;
 Σου εφαρμόζει καλά αυτό το πουκάμισο, ή μήπως είναι πολύ μεγάλο;
fit vi (clothing: be correct size)μου κάνει, μου χωράει περίφρ
  μου μπαίνει περίφρ
 My shoes don't fit any more.
 Τα παπούτσια μου δεν μου κάνουν πια.
fit vi (have correct dimensions)χωράω ρ αμ
 The part won't fit because it's the wrong size.
 Αυτό το κομμάτι δεν χωράει γιατί είναι λάθος μέγεθος.
fit in [sth],
fit into [sth]
vi + prep
(have correct dimensions)χωράω σε κτ ρ αμ + πρόθ
 That table does not fit in the small room.
 Αυτό το τραπέζι δεν χωράει στο μικρό δωμάτιο.
fit adj ([sb]: in good shape)σε καλή φόρμα περίφρ
  (καθομιλουμένη)fit επίθ άκλ
 She goes to the gym every day and is very fit.
 Πηγαίνει στο γυμναστήριο κάθε μέρα και είναι σε καλή φόρμα.
fit for [sth] adj (competent) (για κάτι)κατάλληλος επίθ
  (ενίοτε ελαφρώς αποδοκιμαστικό)ικανός επίθ
  (καθομιλουμένη)κάνω ρ αμ
 He's not fit for the job.
 Δεν είναι κατάλληλος για τη δουλειά.
 Δεν είναι ικανός για τη δουλειά.
 Δεν κάνει για τη δουλειά.
fit to do [sth] adj (competent) (να κάνω κάτι)ικανός επίθ
  μπορώ ρ μ
 Amy wants to prove to her boss that she is fit to take on more responsibility.
 Η Έιμι θέλει να αποδείξει στο αφεντικό της ότι είναι ικανή να αναλάβει περισσότερες ευθύνες.
fit for [sb] adj + prep (suitable) (για κάποιον)κατάλληλος επίθ
  ταιριάζω ρ αμ
  (επίσημο)αρμόζω ρ αμ
 This meal is fit for a king.
 Το γεύμα είναι κατάλληλο για βασιλιάδες.
 Το γεύμα ταιριάζει σε βασιλιάδες.
fit for [sth] adj + prep (suitable) (για κάτι)κατάλληλος επίθ
  σωστός επίθ
  κάνω ρ αμ
 The meat is fit for use as animal food.
 Το κρέας είναι κατάλληλο για χρήση ως ζωοτροφή.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fit adj (opportune)κατάλληλος επίθ
  σωστός επίθ
 This is no fit time to ask such questions.
fit adj UK, slang (attractive)ωραίος επίθ
 Keira is so fit; I'm going to ask her out.
fit for [sth] adj + prep (ready)έτοιμος επίθ
 These old boots are fit for the rubbish bin.
fit n (acute attack)κρίση ουσ θηλ
  παροξυσμός ουσ αρσ
  (ακούσιες κινήσεις)σπασμός ουσ αρσ
 He suffers from fits, periodically.
fit n (spell, onset)κρίση ουσ θηλ
  παροξυσμός ουσ αρσ
 She had a bad fit of coughing.
fit n (how well [sth] fits)εφαρμογή ουσ θηλ
 I don't like the fit of that dress.
 Δεν μου αρέσει η εφαρμογή αυτού του φορέματος.
fit n ([sth] that fits)ταιριάζω ρ μ
  (ως προς το μέγεθος)εφαρμόζω ρ μ
 That dress is a good fit.
fit n figurative (match)ταιριάζω ρ αμ
  είμαι κατάλληλος ρ έκφρ
  είμαι ταιριαστός ρ έκφρ
 He is a good fit with this organization.
fit vi (be proper)ταιριάζω ρ αμ
  είμαι κατάλληλος περίφρ
 When speaking to dignitaries, it's important that your manners fit.
fit with [sth] vi + prep (be proper) (με κάτι)ταιριάζω ρ αμ
  (για κάτι)είμαι κατάλληλος περίφρ
 Her elegant behaviour fit perfectly with the diplomatic corps.
fit [sth] vtr (be suitable)ταιριάζω ρ αμ
  είμαι κατάλληλος περίφρ
  (καθομιλουμένη)κάνω ρ αμ
 Does this suitcase fit your needs?
fit [sth] vtr (adjust) (καθομιλουμένη)φτιάχνω ρ μ
 We'll fit your jacket as soon as the tailor is available.
fit [sb],
fit [sb] for [sth]
vtr
(prepare)προετοιμάζω κπ για κτ ρ μ
 Experience will fit you for the job.
fit [sth] vtr often passive (furnish)επιπλώνω ρ μ
 They're having their kitchen fitted.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
fit | fit in
ΑγγλικάΕλληνικά
fit into [sth] vtr phrasal insep figurative (be well-suited or assimilated)ταιριάζω σε κτ ρ αμ + πρόθ
 When Quinn moved to a new town, she immediately fit into her new high school.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
fit | fit in
ΑγγλικάΕλληνικά
anatomical fit n (prosthetic: custom fitting)ανατομική εφαρμογή επίθ + ουσ θηλ
coughing fit n (sudden attack of coughing)κρίση βήχα φρ ως ουσ θηλ
cut to fit adj (custom made)ειδική παραγγελία επίθ + ουσ θηλ
  κατασκευασμένος επί παραγγελία, κατασκευασμένος κατά παραγγελία περίφρ
 We bought the crown moldings cut to fit so they were fast to install.
E-FIT,
E-fit,
e-fit
n
® (composite portrait of a suspect)E-FIT ουσ ουδ άκλ
fainting spell,
fainting fit
n
(blackout)λιποθυμία, σκοτοδίνη ουσ θηλ
 Apparently, the woman fell on the tracks when she suffered a fainting spell.
fighting fit adj (healthy and strong)που χαίρει άκρας υγείας έκφρ
  ακμαίος και υγιής, γερός και υγιής φρ ως επίθ
  υγιέστατος επίθ
fit as a fiddle,
as fit as a fiddle
adj
informal (physically healthy)υγιέστατος επίθ
  υγιής επίθ
  που χαίρει άκρας υγείας περίφρ
 Though my grandma is 94, she's as fit as a fiddle and still enjoys dancing.
fit back together v expr (be reassembled)συναρμολογούμαι ξανά ρ αμ + επίρ
  (ανεπίσημο)επανασυναρμολογούμαι, ξανασυναρμολογούμαι ρ αμ
 He took the clock apart; now he can't get it to fit back together.
fit [sth] back together v expr (reassemble)συναρμολογώ ξανά ρ μ + επίρ
  (ανεπίσημο)επανασυναρμολογώ, ξανασυναρμολογώ ρ μ
fit into [sth] vi + prep (be small enough for)χωρώ σε κτ ρ αμ + πρόθ
 I'd put on weight and could no longer fit into my uniform.
 I think that this large pitcher will still fit into the cabinet.
 Πήρα κιλά και δεν χωρούσα πλέον στη στολή μου. // Νομίζω ότι αυτή η μεγάλη κανάτα χωράει ακόμα στο ντουλάπι.
fit like a glove v expr (fit perfectly)ταιριάζω γάντι έκφρ
Σχόλιο: επίσης πολύ συχνά στην έκφραση: σου πάει γάντι
 I had to buy a replacement bumper for my car from a junk yard, but it fits like a glove.
fit of laughter,
laughing fit
n
(sudden burst of laughter)ξέσπασμα γέλιου φρ ως ουσ ουδ
fit of rage,
fit of anger,
fit of pique
n
(sudden loss of temper)κρίση, έκρηξη θυμού ουσ θηλ
  ξέσπασμα ουσ ουδ
 My boss flew into a fit of rage when he didn't get the report on time.
 He suffered a head injury which left him prone to fits of anger.
fit the bill,
fill the bill
v expr
(exactly what's needed)ταιριάζω ρ αμ
  είμαι ακριβώς ό,τι χρειάζεται έκφρ
fit the mold (US),
fit the mould (UK)
v expr
(match, correspond to)ταιριάζω ρ αμ
fit to be tied adj informal (very annoyed) (καθομιλουμένη)θυμωμένος, τσαντισμένος μτχ πρκ
  (αργκό)παρμένος μτχ πρκ
fit to burst,
fit to bust
expr
UK (energetically)μες την ενέργεια έκφρ
  (μεταφορικά, αποδοκιμασίας)σαν δαιμονισμένος έκφρ
fit to burst with [sth],
fit to bust with [sth]
expr
UK (full of [sth]: emotion, excitement)γεμάτος κτ επίθ
  (μεταφορικά)που πάει να σκάσει από κτ έκφρ
  πολύ επίρ
fit to drop adj informal (exhausted) (μτφ: εξουθενωμένος)έτοιμος να καταρρεύσω, κοντεύω να καταρεύσω έκφρ
  κοντεύω να πέσω κάτω από την κούραση έκφρ
 After staying up all night studying for her exams, Akiko was fit to drop.
fit together vi + adv (interlock)ταιριάζω ρ αμ
 The pieces of a puzzle are supposed to fit together perfectly.
fit-up n UK, slang (false charge)κομπίνα ουσ ουδ
  το να τη στήσω σε κπ περίφρ
frame-up,
also UK: fit-up
n
figurative (plot to incriminate [sb] innocent)πλεκτάνη, σκευωρία ουσ θηλ
  (λιγότερο σοβαρό)μου τη στήνουν έκφρ
 The boy said it was a frame-up, and that his sister had eaten the cookies.
 He was the victim of a frame-up: the police had planted evidence in his car.
 Έπεσε θύμα πλεκτάνης, οι αστυνομικοί φύτεψαν τα αποδεικτικά στοιχεία στο αυτοκίνητό του.
 Το αγόρι είπε ότι του την έστησαν και ότι η αδερφή του ήταν εκείνη που έφαγε τα μπισκότα.
get fit vi + adj informal (exercise to stay in shape)αποκτώ καλή φυσική κατάσταση έκφρ
  βρίσκω τη φόρμα μου έκφρ
 Dancing is a great way to get fit.
have a fit v expr figurative, informal (become angry, upset) (καθομιλουμένη: θυμώνω)τσαντίζομαι ρ αμ
  με πιάνει κρίση, με πιάνει υστερία έκφρ
  (αργκό, μτφ)τα παίρνω στο κρανίο, τα παίρνω έκφρ
 When she sees how I smashed up her car she's going to have a fit!
hissy fit n US, informal (tantrum)ξέσπασμα ουσ ουδ
  έκρηξη θυμού φρ ως ουσ θηλ
  (μεταφορικά)κρίση ουσ θηλ
keep fit vi (do physical exercise)κρατιέμαι σε φόρμα, διατηρώ τη φόρμα μου περίφρ
 I like to keep fit by doing belly dance.
 Μου αρέσει να κρατιέμαι σε φόρμα κάνοντας χορό της κοιλιάς.
perfect fit n ([sth] exactly the right size)που εφαρμόζει τέλεια περίφρ
  τέλειος επίθ
 This t-shirt is a perfect fit.
perfect fit n ([sth] entirely compatible)που ταιριάζει τέλεια, που ταιριάζει απόλυτα περίφρ
  ιδανικός επίθ
  τέλειος επίθ
physically fit adj (in good bodily condition)υγιής επίθ
press fit n (machinery)πρεσαριστή συναρμογή επίθ + ουσ θηλ
see fit to do [sth] vtr (consider appropriate: to do [sth])κρίνω σκόπιμο να κάνω κτ περίφρ
 Only use as much paint as you see fit.
snap fit,
snap-fit
adj
(joint, fastening: that clips together) (μηχανολογία: συνδεσμολογία)κουμπωτός επίθ
Σχόλιο: hyphen used when term is an adj before a noun
throw a fit v expr informal (suffer a seizure)παθαίνω κρίση περίφρ
throw a fit,
also US: pitch a fit
v expr
figurative, slang (get angry) (μεταφορικά)με πιάνει κρίση έκφρ
throw a fit,
also US: pitch a fit
v expr
figurative, slang (child: have a tantrum) (μεταφορικά)παθαίνω κρίση έκφρ
 The child throws a fit when he doesn't like his food.
a tight fit n (clothing: small)πολύ μικρός περίφρ
 This dress is still a tight fit, I'm afraid.
a tight fit n (joint: no extra space)πολύ στενός περίφρ
  ίσα που χωράει περίφρ
 The plumber managed to connect the pipes, but it was a tight fit.
a tight fit n (space: cramped)χωράω οριακά ρ αμ + επίρ
  (καθομιλουμένη)χωράω τσίμα τσίμα έκφρ
 We can get our car into the garage, but it's a tight fit.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'fit in' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση fit in στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «fit in».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!