attendee

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/əˌtɛnˈdiː/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(ə ten dē, at′en-, ə tendē)

  • WordReference
  • Definition
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: attendee, attendant
Ο όρος 'attendee' παραπέμπει στον όρο 'attendant'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'attendee' is cross-referenced with 'attendant'. It is in one or more of the lines below.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
attendee n (person who attends)συμμετέχων μτχ ενεστ
  παρευρισκόμενος μτχ πρκ
 Attendees are encouraged to use public transport.
 Οι συμμετέχοντες παρακινούνται να χρησιμοποιούν τις δημόσιες συγκοινωνίες.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
attendant n (personal servant)υπηρέτης, υπηρέτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
  (διαφορετικός ρόλος)ακόλουθος ουσ αρσ
 The queen's attendants helped her get dressed.
 Οι ακόλουθοι της βασίλισσας τη βοήθησαν να ντυθεί.
attendant n (worker)υπάλληλος ουσ αρσ/θηλ
 The attendant at the gas station cleaned the windshield for us.
 Ο υπάλληλος στο βενζινάδικο μας καθάρισε το παρμπρίζ.
attendant adj (related)σχετικός, συναφής επίθ
  επακόλουθος επίθ
  συνεπαγόμενος μτχ ενεστ
 Expansion of the company would result in attendant expenses and potential complications.
 Η επέκταση της εταιρείας θα έχει ως αποτέλεσμα σχετικά έξοδα και εν δυνάμει περιπλοκές.
attendant adj (person: in attendance)παρευρισκόμενος μτχ ενεστ
  παρών μτχ ενεστ
  συμμετέχων μτχ ενεστ
 The attendant crowd waited anxiously for the rock band to appear on stage.
 Οι παρευρισκόμενοι περίμεναν με ανυπομονησία να εμφανιστεί στη σκηνή το ροκ συγκρότημα.
attendant,
attendee
n
(person who attends)παρευρισκόμενος μτχ ενεστ
  παρών μτχ ενεστ
  συμμετέχων μτχ ενεστ
 Robert is a regular attendant at the weekly meetings.
 Ο Ρόμπερτ είναι συχνός συμμετέχων στα εβδομαδιαία μίτινγκ.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
attendant | attendee
ΑγγλικάΕλληνικά
cabin attendant,
cabin steward
n
(on a passenger ship)καμαρότος ουσ αρσ
  (όλοι μαζί)προσωπικό καμπίνας φρ ως ουσ ουδ
elevator operator (US),
lift attendant (UK)
n
([sb] employed to operate a lift)χειριστής ανελκυστήρα, χειρίστρια ανελκυστήρα φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
flight attendant,
cabin attendant
n
(air steward, hostess)αεροσυνοδός ουσ αρσ, ουσ θηλ
 The flight attendant demonstrated how to use the oxygen masks.
 Ο αεροσυνοδός έδειξε πώς γίνεται χρήση της μάσκας οξυγόνου.
gas station attendant (US),
petrol pump attendant (UK)
n
(person who works petrol pumps)υπάλληλος βενζινάδικου φρ ως ουσ αρσ/θηλ
 I can't remember the last time I saw a petrol pump attendant in the UK.
gasoline pump attendant (US),
petrol pump attendant (UK)
n
(person who works fuel pumps)βενζινοπώλης, βενζινοπώλισσα ουσ αρσ, ουσ θηλ
 Self service has made gasoline pump attendants a thing of the past.
hospital attendant n (hospital worker, orderly)εργαζόμενος σε νοσοκομείο, εργαζόμενη σε νοσοκομείο φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
  νοσοκομειακός υπάλληλος επίθ + ουσ αρσ/θηλ
  (σύνολο εργαζομένων)βοηθητικό προσωπικό νοσοκομείου φρ ως ουσ ουδ
medical attendant n (paramedic or first aider)νοσοκόμος ουσ αρσ
room attendant n ([sb] employed to clean hotel rooms) (γυναίκα υπάλληλλος)καμαριέρα ουσ θηλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος για άντρα.
 I can rely on my room attendant to clean my room.
station attendant n ([sb] who works a petrol pump)υπάλληλος βενζινάδικου φρ ως ουσ αρσ/θηλ
wedding party attendant n ([sb] who is part of marriage ceremony)κουμπάρος, κουμπάρα ουσ αρσ, ουσ θηλ
Σχόλιο: Κατά προσέγγιση αντιστοιχία.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'attendee' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: are expecting [1000] attendees, expecting notable attendees, including..., attendees at the [national championship, concert], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση attendee στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «attendee».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!