• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
attend to [sth] vi + prep (take care of) (με κάτι)ασχολούμαι ρ μ
  (μεταφορικά: κάτι)φροντίζω ρ μ
 Please excuse me while I attend to a business matter.
 Με συγχωρείτε για λίγο, έχω να ασχοληθώ με ένα επαγγελματικό θέμα.
 Με συγχωρείτε για λίγο, έχω να φροντίσω ένα θέμα της δουλειάς.
attend to [sb] vi + prep (help) (κάποιον)εξυπηρετώ ρ μ
  (καθομ: για γιατρό)βλέπω ρ μ
 The doctor will attend to you shortly.
attend to [sth] vi + prep formal (pay attention to)προσέχω ρ μ
  (σε κάτι)δίνω προσοχή περίφρ
  εστιάζω ρ μ
  δίνω βάση περίφρ
 The students were told to attend to his instructions very closely as he carried out the experiment.
attend to [sb] vi + prep (serve, wait upon)εξυπηρετώ ρ μ
  περιποιούμαι ρ μ
 The guest was told that the waiter would attend to him.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'attend to' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση attend to στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «attend to».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!