• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
twitch vi (jerk suddenly)τινάζομαι ρ αμ
  (καθομιλουμένη)πετάγομαι ρ αμ
 Harry twitches every time you go near him.
 Ο Χάρι τινάζεται κάθε φορά που τον πλησιάζει κάποιος.
twitch [sth] vtr (cause to jerk)κουνάω απότομα ρ μ + επίρ
  τινάζω ρ μ
 The mouse twitched its whiskers.
 Το ποντίκι κούνησε απότομα τα μουστάκια του.
twitch n (jerking movement)τίναγμα, τράνταγμα ουσ ουδ
  (συνήθως στο σώμα)σπασμός ουσ αρσ
  (επίσημο)σύσπαση ουσ θηλ
 The engine came to life with jerks and twitches.
 Η μηχανή πήρε μπρος με απότομες κινήσεις και τινάγματα.
twitch n (facial or bodily tic)τικ ουσ ουδ άκλ
  (μυική, νευρική)σύσπαση ουσ θηλ
 I find that twitch in Lena's eye really distracting.
 Αυτό το τικ που έχει η Λένα στο μάτι της μου αποσπά την προσοχή.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'twitching' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση twitching στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «twitching».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!