wilt

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈwɪlt/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/wɪlt/ ,USA pronunciation: respelling(wilt)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: wilt, will

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
wilt vi (plant: wither, droop) (φυτό)μαραίνομαι, μαραζώνω ρ αμ
 The plants were wilting due to the lack of rain.
wilt vi figurative (person: be weak, exhausted) (μεταφορικά)μαραζώνω ρ αμ
 The hikers were wilting in the heat of the midday sun.
wilt vi figurative (spirits, morale: flag) (μεταφορικά: ηθικό)πέφτω ρ αμ
 The bad news caused the employee's spirits to wilt and everyone went home early.
wilt [sth] vtr (vegetable: cook until just soft) (μαγειρική)μαραίνω ρ μ
 Wilt the spinach leaves in a wok.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
wilt v aux archaic (will: 2nd person singular) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
 Where wilt thou go?
 Που θα πας;
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
will v aux (future: prediction or schedule)θα μόριο
 I will cook dinner tomorrow.
 Her birthday will be on a Sunday next year.
 Θα μαγειρέψω δείπνο αύριο. // Του χρόνου τα γενέθλιά της θα πέσουν Κυριακή.
will n (law: testament)διαθήκη ουσ θηλ
 Her father left her the house in his will.
 Ο πατέρας της τής άφησε το σπίτι στη διαθήκη του.
will n (determination)θέληση ουσ θηλ
  βούληση ουσ θηλ
 She accomplished the task through sheer will.
 Το κατάφερε μόνο με την ισχυρή της θέληση.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο γάμος έγινε με δική της βούληση.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
will n (faculty of conscious decisions)θέληση ουσ θηλ
 The power of the will often exceeds logic.
will n (wish)επιθυμία ουσ θηλ
 She went against her father's will and married the musician.
will n (volition)επιθυμία ουσ θηλ
  (παλαιό)θέλημα ουσ ουδ
 The outcome of the election will be decided by the will of the voters.
will n (disposition)μη διαθέσιμη μετάφραση
Σχόλιο: Preceded by a qualifying adjective: good will, ill will, the best will
will v aux (be willing or disposed to)θα μόριο
  είμαι διατεθειμένος να έκδε
 The elderly will sacrifice for their grandchildren if they have to.
 Οι ηλικιωμένοι θα θυσιαστούν για τα εγγόνια τους αν χρειαστεί.
 Οι ηλικιωμένοι είναι διατεθιμένοι να θυσιαστούν για τα εγγόνια τους αν χρειαστεί.
will v aux (be required or expected to) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
Σχόλιο: Χρησιμοποιούμε το «θα» εμφατικά, ή κάποια άλλη λέξη (π.χ. οφείλω)
 You will present yourself to the commanding officer immediately.
 Θα παρουσιαστείς άμεσα στο διοικητή σου.
 Οφείλεις να παρουσιαστείς άμεσα στο διοικητή σου.
will v aux (may be expected to)θα μόριο
  αναμένεται να έκφρ
 She will not have given up hope, as he was only reported missing this morning.
 Δεν θα έχει χάσει κάθε ελπίδα καθώς δηλώθηκε αγνοούμενος μόλις σήμερα το πρωί.
 Δεν αναμένεται να έχει χάσει κάθε ελπίδα καθώς δηλώθηκε αγνοούμενος μόλις σήμερα το πρωί.
will v aux (may be supposed to)πρέπει ρ απρ
  μάλλον, πιθανότατα επίρ
 This will be the place, at least if I have understood the directions.
 Αυτό πρέπει να είναι το σωστό μέρος, αν δηλαδή έχω καταλάβει σωστά τις οδηγίες.
will v aux (be sure to) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
 Most people talk about helping others, but will take good care of themselves first.
 Οι περισσότεροι μιλάνε για βοήθεια προς τους άλλους αλλά πρώτα φροντίζουν τον εαυτό τους.
will v aux (habitual action) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
 They will forget to wash at least some of the pots.
 Ξεχνάνε να πλύνουν τουλάχιστον κάποιες από τις γλάστρες.
will v aux (ability) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
 This water butt will hold 220 litres of rainwater.
 The lock will not open.
 Αυτό το βαρέλι χωράει 220 λίτρα βρόχινο νερό. // Η κλειδαριά δεν ανοίγει.
will v aux (be determined to) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
Σχόλιο: Συνήθως χρησιμοποιείται ο μέλλοντας του «κάνω»
 "From our very first date I've wanted to marry her, and I will", he thought.
 «Από το πρώτο μας ραντεβού θέλω να την παντρευτώ και θα το κάνω», σκέφτηκε.
will [sb/sth] to do [sth] v expr (try to influence with thoughts)κάνω κπ/κτ να κάνει κτ με τη δύναμη της θέλησης περίφρ
  προσπαθώ να επηρεάσω κπ/κτ με τη σκέψη μου για να κάνει κτ περίφρ
 He willed the plant to survive, but it withered in the drought.
 Προσπάθησε να κάνει το φυτό να επιζήσει με τη δύναμη της θέλησής του αλλά αυτό μαράθηκε λόγω ξηρασίας.
will [sth] vtr literary (wish, want)θέλω ρ μ
  (επίσημο)επιθυμώ ρ μ
  (παλαιό)αγαπάω, αγαπώ ρ μ
 Do what you will! I'm leaving in five minutes.
will [sth] vtr (bring willpower to bear on)θέλω ρ μ
  επιθυμώ, εύχομαι, λαχταρώ ρ μ
 If the runner wills it enough, he could break the record.
 Αν το θέλει αρκετά, ο δρομέας μπορεί και να σπάσει το ρεκόρ.
will [sth] to happen vtr (make happen by wishing)θέλω κτ πολύ για να γίνει έκφρ
  (κατά λέξη)πραγματοποιώ με τη δύναμη της θέλησης
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 It doesn't just happen. You need to will it to happen.
will [sth] to [sb] vtr + prep (bequeath) (κάτι σε κάποιον)κληροδοτώ ρ μ
  αφήνω κληρονομιά περίφρ
 She didn't will anything to her family, and left her estate to charity.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
will | wilt
ΑγγλικάΕλληνικά
against his will,
against her will
adv
(in opposition to wishes)αντίθετα προς τη θέληση του επίρ
 Abby was taken to the cabin in the woods against her will.
as you will adv archaic (expressing obedience: as you wish)όπως επιθυμείς, όπως θέλεις επίρ
Σχόλιο: επιρρηματικός προσδιορισμός
 You may do as you will, but that does not mean your actions will be right.
at will adv (whenever wished)κατά βούληση επίρ
 She just comes and goes at will.
with the best will,
with the best will in the world
expr
(no matter how hard you try)όσο και να το θέλω έκφρ
  ό,τι και να γίνει έκφρ
 With the best will in the world, that alley cat is never going to win any prizes at a cat show.
bow [sb] to your will v expr (force to obey)επιβάλλω τη θέλησή μου σε κπ έκφρ
do [sb]'s will v expr (carry out [sb]'s instructions)ακολουθώ τις οδηγίες κπ έκφρ
  κάνω ό,τι θέλει κπ έκφρ
free will n (choice, freedom to choose)ελεύθερη βούληση επίθ + ουσ θηλ
 Are all things preordained by God or does the individual have free will?
 Είναι τα πάντα προκαθορισμένα από τον Θεό ή έχουν ελεύθερη βούληση οι άνθρωποι;
God's will n figurative ([sth] predetermined or meant to be) (μεταφορικά)θέλημα Θεού φρ ως ουσ ουδ
God's will,
the will of God
n
([sth] determined by God)θέλημα Θεού φρ ως ουσ ουδ
 My grandmother says that what happens is God's will.
goodwill n (kindness)καλή θέληση επίθ + ουσ θηλ
 We helped the neighbors repair their fence as a gesture of goodwill.
 Βοηθήσαμε τους γείτονες να επισκευάσουν τον φράκτη τους ως κίνηση καλής θέλησης.
goodwill n (consent, willingness)καλή θέληση, καλή διάθεση επίθ + ουσ θηλ
 Very few people pay their taxes with complete goodwill.
 Πολύ λίγοι πληρώνουν τους φόρους τους με εντελώς καλή θέληση.
goodwill n (business asset) (επιχειρήσεις)φήμη και πελατεία φρ ως ουσ θηλ
  άυλα περιουσιακά στοιχεία περίφρ
  υπεραξία ουσ θηλ
  (μεταφορικά, καθομ)αέρας ουσ αρσ
 The price of the business reflects both tangible assets and goodwill.
 Η τιμή της εταιρείας αντικατοπτρίζει και τα κινητά και τα άυλα περιουσιακά στοιχεία.
Heads will roll expr figurative (People will be fired) (μεταφορικά)θα πέσουν κεφάλια έκφρ
 Heads will roll when the manager finds out who broke the machine.
I will interj (marriage vow) (σε γάμο)δέχομαι ρ αμ
 "Abigail Smith, will you promise to love this man and be faithful?" "I will."
 «Άμπιγκεϊλ Σμιθ, δέχεσαι ν' αγαπάς αυτόν τον άντρα και να του είσαι πιστή;» «Δέχομαι.»
I will miss you,
I'll miss you
interj
(I will feel your absence)θα μου λείψεις περίφρ
 Goodbye, son. I'll miss you.
if you will adv (in other words, so to speak)με άλλα λόγια έκφρ
  (καθομιλουμένη)αν θέλεις, αν θες έκφρ
 Teletext was a hugely popular service in the 1980s; the internet of its day, if you will.
if you will adv (polite request)αν έχεις την καλοσύνη περίφρ
  αν θες, αν θέλεις περίφρ
 Please, Madam - come this way, if you will.
ill will n (resentment, bad feeling) (για κάτι που έγινε)κακία ουσ θηλ
  κακή πρόθεση επίθ + ουσ θηλ
 There is clearly a feeling of ill will between the two politicians.
iron will n (stubbornness, determination)αποφασιστικότητα ουσ θηλ
  ακλόνητη θέληση επίθ + ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)πείσμα ουσ ουδ
 She governs the country with an iron will.
 My sister has an iron will when it comes to physical fitness.
 Κυβερνάει τη χώρα με αποφασιστικότητα.
 Η αδερφή μου έχει ακλόνητη θέληση όταν πρόκειται για τη σωματική της υγεία.
it will be so expr (this is indisputably going to happen)έτσι θα γίνει έκφρ
 If your mother says you have to go to bed early, it will be so.
living will n (legal statement of long-term wishes)διαθήκη ζωής φρ ως ουσ θηλ
 When Sandra was diagnosed with a degenerative illness, she decided to make a living will.
make a will,
make your will
v expr
(legal document: write)κάνω τη διαθήκη μου έκφρ
of your own free will expr (out of choice)με τη θέλησή μου περίφρ
  οικειοθελώς επίρ
 Do you marry this man of your own free will? I retired of my own free will; I was not fired.
only time will tell expr (will know in the future)ο χρόνος θα δείξει έκφρ
 Whether or not the football player recovers from his injury—only time will tell.
own free will n (personal choice)επιλογή μου περίφρ
  (εμφατικός τύπος)δική μου επιλογή περίφρ
  (πιο επίσημο)ελεύθερη βούληση επίθ + ουσ θηλ
 It was my own free will to start this project so I can't blame anyone else when things get tough.
self-will n (adherence to own desires)αποφασιστικότητα να κάνω αυτό που θέλω περίφρ
  πείσμα να γίνει το δικό μου περίφρ
  επιμονή σε αυτό που θέλω περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Προτείνονται ορισμένες εναλλακτικές αποδόσεις.
strength of will n (determination)δύναμη της θέλησης ουσ θηλ
 She was horribly tired, but forced her feet to move by sheer strength of will.
That will do the job. interj informal (that will suffice)αυτό αρκεί, αυτό είναι αρκετό, αυτό φτάνει έκφρ
  (μεταφορικά)αυτό την κάνει τη δουλειά του έκφρ
 That'll do the job until you can get to a proper mechanic.
Time will tell expr ([sth] will be revealed)Ο χρόνος θα δείξει. έκφρ
What will be will be. expr (expressing acceptance of future)Ό,τι είναι να γίνει θα γίνει. έκφρ
will do interj informal (expressing agreement to do [sth])εντάξει, ναι σύνδ
 “Joe, please take out the garbage.” "Will do, Mom!"
will power n (determination)θέληση ουσ θηλ
  η δύναμη της θέλησης φρ ως ουσ θηλ
 I'd like to give up smoking but unfortunately don't have the will power.
will-o'-the-wisp n figurative ([sth/sb] elusive)άπιαστος, άφταστος επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση wilt στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «wilt».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!