• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: wilting, wilt

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
wilting adj (plant: drooping from dehydration)που μαραίνεται περίφρ
 The wilting plant will perk up if you give it some water.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
wilt vi (plant: wither, droop) (φυτό)μαραίνομαι, μαραζώνω ρ αμ
 The plants were wilting due to the lack of rain.
wilt vi figurative (person: be weak, exhausted) (μεταφορικά)μαραζώνω ρ αμ
 The hikers were wilting in the heat of the midday sun.
wilt vi figurative (spirits, morale: flag) (μεταφορικά: ηθικό)πέφτω ρ αμ
 The bad news caused the employee's spirits to wilt and everyone went home early.
wilt [sth] vtr (vegetable: cook until just soft) (μαγειρική)μαραίνω ρ μ
 Wilt the spinach leaves in a wok.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
wilt v aux archaic (will: 2nd person singular) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
 Where wilt thou go?
 Που θα πας;
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση wilting στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «wilting».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!