willingly

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈwɪlɪŋli/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
willingly adv (without coercion)πρόθυμα επίρ
  (από επιλογή)με τη θέλησή μου φρ ως επίρ
  (από επιλογή)οικειοθελώς επίρ
 The horse pulled the cart willingly.
 Το άλογο τραβούσε πρόθυμα το κάρο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'willingly' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: willingly agreed to [concede, cede, help, offer, provide], willingly signed the [contract, form, document], willingly paid for the [work, bill, meal], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση willingly στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «willingly».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!