whining

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈwaɪnɪŋ/

From the verb whine: (⇒ conjugate)
whining is: Click the infinitive to see all available inflections
v pres p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: whining, whine

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
whining n (crying)κλαψούρισμα ουσ ουδ
  κλάμα ουσ ουδ
 The dog's whining grew louder.
whining n (complaining)γκρίνια ουσ θηλ
  (ανεπίσημο)κλάψα, μουρμούρα ουσ θηλ
 Sarah told the children to go to their rooms, as she was sick of their whining.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
whining adj (high-pitched)τσιριχτός επίθ
  συριχτός επίρ
 There's a strange whining sound coming from somewhere.
whining n (sound) (καθομιλουμένη)βαβούρα ουσ θηλ
  φασαρία ουσ θηλ
  θόρυβος ουσ αρσ
  βουητό ουσ ουδ
 Patrick could hear the whining of a plane engine in the distance.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
whine vi (cry plaintively)κλαψουρίζω ρ αμ
  (αποδοκιμασίας)μυξοκλαίω ρ αμ
 The dog whined outside the door.
 Το σκυλί κλαψούριζε έξω από την πόρτα.
whine vi (complain)γκρινιάζω, παραπονιέμαι ρ αμ
  (καθομιλουμένη)κλαίγομαι ρ αμ
 I can't stand Robert; he's always whining.
 Δεν αντέχω τον Ρόμπερτ. Γκρινιάζει όλη την ώρα.
whine about [sth/sb] vi + prep (complain about)γκρινιάζω για κτ, παραπονιέμαι για κτ ρ αμ + πρόθ
  (καθομιλουμένη)κλαίγομαι για κτ ρ αμ + πρόθ
 The children were whining about how hungry they were.
 Τα παιδιά γκρίνιαζαν (or: παραπονιούνταν) για το πόσο πολύ πεινούσαν.
whine n (noise) (καθομιλουμένη)βαβούρα ουσ θηλ
  φασαρία ουσ θηλ
  θόρυβος ουσ αρσ
  βουητό ουσ ουδ
 The radio wasn't properly tuned and the whine was giving Linda a headache.
 Το ραδιόφωνο δεν ήταν συντονισμένο σε καλή συχνότητα και το βουητό προκαλούσε πονοκέφαλο στη Λίντα.
whine n (plaintive cry)κλαψούρισμα ουσ ουδ
 The dog's whine told Steve he wanted food.
 Το κλαψούρισμα του σκύλου έκανε τον Στιβ να καταλάβει ότι ήθελε φαγητό.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'whining' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: the [kids', children's, students'] whining, constant whining from the [kids], the whining of [dogs, wolves, toddlers], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση whining στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «whining».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!