Σε αυτή τη σελίδα: whingeing, whinge

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
whingeing,
whinging
n
UK, informal (complaining)παραπονιάρης, παραπονιάρα επίθ ως ουσ αρσ, επίθ ως ουσ θηλ
Σχόλιο: Ουδέτερο: παραπονιάρικο
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
whinge,
also AU: winge
vi
informal, UK (complain, whine)παραπονιέμαι, γκρινιάζω, μουρμουράω ρ αμ
  (αργκό)κλαουρίζω ρ αμ
  (αργκό, χυδαίο)κλαψομουνιάζω ρ αμ
 Sarah is always whingeing about having too much homework.
whinge,
also AU: winge
n
UK, informal (complaint)γκρίνια, μουρμούρα, κλάψα ουσ θηλ
  κλαψούρισμα, παράπονο ουσ ουδ
  (αργκό)κλαούρα ουσ θηλ
 I never want to hear another whinge about my prices.
 Δεν θέλω ν' ακούσω άλλη μουρμούρα για τις τιμές μου.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση whingeing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «whingeing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!