WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
utmost, uttermost n | (maximum effort) | το μέγιστο των δυνατοτήτων μου φρ ως ουσ ουδ |
| | μέγιστη προσπάθεια επίθ + ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | τα δυνατά μου, τα μέγιστα φρ ως ουσ ουδ πλ |
| | το καλύτερο που μπορώ να κάνω περίφρ |
| The doctors went to great efforts to save to the patient, but even their utmost wasn't enough. |
| Οι γιατροί έκαναν μεγάλη προσπάθεια να σώσουν τον ασθενή, αλλά ακόμα και το μέγιστο των δυνατοτήτων τους δεν ήταν αρκετό. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
utmost, uttermost adj | (maximum, greatest) | απόλυτος, υπέρτατος επίθ |
| | μέγιστος επίθ |
| Janice was in a state of utmost terror when she heard someone creeping up the stairs in the night. |
utmost, uttermost adj | (at furthest limit) | πιο μακρινός, πιο απόμακρος περίφρ |
| | τελευταίος, ακραίος επίθ |
| Mark lived in a house at the utmost edge of the village. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: