trusted

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈtrʌstɪd/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: trusted, trust

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
trusted adj (friend: trustworthy)που τον εμπιστεύομαι περίφρ
  έμπιστος επίθ
 The traveller was shocked when his trusted companions turned out to be robbers, who had only befriended him in order to take his money.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
trust [sb] vtr (have confidence in)εμπιστεύομαι ρ μ
  έχω εμπιστοσύνη σε κπ περίφρ
 I trust my brother.
 Εμπιστεύομαι τον αδερφό μου.
 Έχω εμπιστοσύνη στον αδερφό μου.
trust [sth] vtr (believe)εμπιστεύομαι ρ μ
  δείχνω εμπιστοσύνη σε κτ έκφρ
 Jemima trusts her father's words.
 Η Τζεμίνα εμπιστεύεται τα λόγια του πατέρα της.
 Η Τζεμίνα δείχνει εμπιστοσύνη στα λόγια του πατέρα της.
trust [sb] to do [sth] v expr (rely on) (σε κπ για κτ ή να κάνει κτ)βασίζομαι ρ αμ
 Dan trusts his girlfriend to help him.
 Ο Νταν βασίζεται στην κοπέλα του για βοήθεια.
trust [sth] vtr (can rely on)εμπιστεύομαι ρ μ
  έχω εμπιστοσύνη σε κτ περίφρ
 I trust my car; it never breaks down.
 Το εμπιστεύομαι το αυτοκίνητό του, δεν χαλάει ποτέ.
 Έχω εμπιστοσύνη στο αυτοκίνητό του, δεν χαλάει ποτέ.
trust in [sb/sth] vi + prep (have faith in)πιστεύω ρ μ
 "Trust in the Lord!" proclaimed the preacher.
 «Να πιστεύετε στον Θεό!» διαλαλούσε ο ιεροκήρυκας.
trust [sth] to [sb] vtr + prep (entrust) (κάτι σε κάποιον)εμπιστεύομαι ρ μ
 I trust my life to you.
 Σου εμπιστεύομαι τη ζωή μου.
trust vi (have confidence in others)εμπιστεύομαι ρ αμ
 It took the stray cat a long time to learn to trust.
 Το αδέσποτο γατάκι χρειάστηκε χρόνο για να μάθει να εμπιστεύεται.
trust n (confidence)εμπιστοσύνη ουσ θηλ
 You have my trust - I feel I can tell you anything.
 Έχεις κερδίσει την εμπιστοσύνη μου. Νιώθω ότι μπορώ να σου πω οτιδήποτε.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
trust n (reliance on integrity)εμπιστοσύνη ουσ θηλ
 My trust in your honesty is absolute.
trust n (hope, faith)εμπιστοσύνη ουσ θηλ
  πίστη ουσ θηλ
 Although the students are finding the beginning of the course difficult, their trust in their teacher is stopping them from giving up.
trust n (confident expectation)πεποίθηση ουσ θηλ
 Trust that he will not let me down is important to me.
trust n (responsibility, obligation)ευθύνη ουσ θηλ
 He will not abuse the position of trust which he has been given.
trust n (credit)πίστωση ουσ θηλ
 We sell on trust to certain customers we know well.
trust n (custody)εποπτεία ουσ θηλ
 Roxburgh castle remained in the trust of William Neville.
trust n (law: means of holding property)καταπίστευμα ουσ ουδ
 The property was held in trust for the children until they turned 18.
trust n (commerce: monopoly, oligopoly)μονοπώλειο ουσ ουδ
  ολιγοπώλειο ουσ ουδ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 The regulators who attacked monopolies were called "trust busters."
trust,
trust that
vtr
(with clause: be confident) (ότι/πως)πιστεύω ρ μ
  είμαι σίγουρος ρ έκφρ
 I trust that my problem with the tutor will resolve itself.
trust,
trust that
vtr
(with clause: hope) (να έγινε κάτι)ευεπλιστώ, ελπίζω ρ μ
  (ότι/πως έγινε κάτι)υποθέτω ρ μ
 I trust you had a good time?
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
trusted | trust
ΑγγλικάΕλληνικά
not to be trusted adj (dishonest, unreliable)αναξιόπιστος, αφερέγγυος επίθ
 Certain politicians are not to be trusted.
trusted friend n ([sb] one can confide in)πιστός φίλος, πιστή φίλη επίθ + ουσ αρσ, επίθ + ουσ θηλ
  φίλος που εμπιστεύομαι, φίλη που εμπιστεύομαι περίφρ
 You feel hurt when a trusted friend lets you down.
 Sharon is my most trusted friend, I can tell her anything.
 Πονάει όταν σε απογοητεύει ένας πιστός φίλος. // Η Σάρον είναι η πιο πιστή μου φίλη. Μπορώ να της πω τα πάντα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'trusted' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a trusted [friend, colleague, relative, coworker, ally, lender, bank], a trusted [port, connection, network], a trusted [witness, informant], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση trusted στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «trusted».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!