| Κύριες μεταφράσεις |
trace [sth], trace [sth] onto [sth]⇒ vtr | (outline) | σχεδιάζω ρ μ |
| | (συνήθως περίγραμμα) | χαράζω, χαράσσω ρ μ |
| | The architect traced the plans carefully. |
| | Ο αρχιτέκτονας σχεδίασε τα σχέδια με προσοχή. |
| trace [sb]⇒ vtr | (find) | εντοπίζω ρ μ |
| | | βρίσκω ρ μ |
| | Police are trying to trace witnesses to the accident. |
| | Η αστυνομία προσπαθεί να εντοπίσει μάρτυρες του ατυχήματος. |
| trace [sth]⇒ vtr | (identify origin) | εντοπίζω, ανακαλύπτω ρ μ |
| | The gas company is trying to trace the source of the leak. |
| | Η πετρελαϊκή εταιρεία προσπαθεί να εντοπίσει την πηγή της διαρροής. |
| trace [sth] to [sb/sth] vtr + prep | (find origin, originator) (κτ με κπ/κτ) | συνδέω ρ μ |
| | | εντοπίζω την πηγή περίφρ |
| | | ανακαλύπτω από πού προέρχεται κάτι περίφρ |
| | Karen finally traced the strange smell to the pile of clothes on her teenage daughter's bedroom floor. |
| | Η Κάρεν εντόπισε τελικά την πηγή της παράξενης μυρωδιάς στη στοίβα με τα ρούχα στο δωμάτιο της έφηβης κόρης της. |
| trace [sth] vtr | (draw on translucent paper) (με διαφάνεια) | αντιγράφω ρ μ |
| | (καθομ: ενίοτε αρνητικό) | ξεπατικώνω ρ μ |
| | The schoolboy traced the map. |
| | Ο μαθητής ξεπατίκωσε τον χάρτη. |
| trace [sth] to [sth] vtr + prep | (follow to source) | ανάγω κτ σε κτ ρ μ + πρόθ |
| | (εγώ ο ίδιος) | ανάγομαι σε κτ ρ αμ + πρόθ |
| | Grace can trace her family tree to the sixteenth century. |
| | ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι ερευνητές ανάγουν τα ευρήματα στην ελληνιστική περίοδο. |
| trace n | (detectable amount) | ίχνος ουσ ουδ |
| | There were traces of mud on the carpet where Simon had walked through without taking his boots off first. |
| | Υπήρχαν ίχνη λάσπης στο χαλί, εκεί που ο Σάιμον περπάτησε χωρίς να βγάλει πρώτα τις μπότες του. |
| trace n | (indication of presence) | ίχνος ουσ ουδ |
| | | σημάδι ουσ ουδ |
| | There are traces that Olivia has been home, but she isn't here now. |
| | Υπάρχουν σημάδια ότι η Ολίβια ήταν σπίτι, αλλά τώρα δεν είναι εδώ. |
| trace n | (tracking a phone call) | όργανο εντοπισμού φρ ως ουσ ουδ |
| | The trace helped the police to catch the criminal. |