• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: traced, trace

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
traced adj (picture: drawn using another)ξεπατικωτούρα ουσ ως επίθ
 The child drew around her hand and coloured in the traced image.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
trace [sth],
trace [sth] onto [sth]
vtr
(outline)σχεδιάζω ρ μ
  (συνήθως περίγραμμα)χαράζω, χαράσσω ρ μ
 The architect traced the plans carefully.
 Ο αρχιτέκτονας σχεδίασε τα σχέδια με προσοχή.
trace [sb] vtr (find)εντοπίζω ρ μ
  βρίσκω ρ μ
 Police are trying to trace witnesses to the accident.
 Η αστυνομία προσπαθεί να εντοπίσει μάρτυρες του ατυχήματος.
trace [sth] vtr (identify origin)εντοπίζω, ανακαλύπτω ρ μ
 The gas company is trying to trace the source of the leak.
 Η πετρελαϊκή εταιρεία προσπαθεί να εντοπίσει την πηγή της διαρροής.
trace [sth] to [sb/sth] vtr + prep (find origin, originator) (κτ με κπ/κτ)συνδέω ρ μ
  εντοπίζω την πηγή περίφρ
  ανακαλύπτω από πού προέρχεται κάτι περίφρ
 Karen finally traced the strange smell to the pile of clothes on her teenage daughter's bedroom floor.
 Η Κάρεν εντόπισε τελικά την πηγή της παράξενης μυρωδιάς στη στοίβα με τα ρούχα στο δωμάτιο της έφηβης κόρης της.
trace [sth] vtr (draw on translucent paper) (με διαφάνεια)αντιγράφω ρ μ
  (καθομ: ενίοτε αρνητικό)ξεπατικώνω ρ μ
 The schoolboy traced the map.
 Ο μαθητής ξεπατίκωσε τον χάρτη.
trace [sth] to [sth] vtr + prep (follow to source)ανάγω κτ σε κτ ρ μ + πρόθ
  (εγώ ο ίδιος)ανάγομαι σε κτ ρ αμ + πρόθ
 Grace can trace her family tree to the sixteenth century.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι ερευνητές ανάγουν τα ευρήματα στην ελληνιστική περίοδο.
trace n (detectable amount)ίχνος ουσ ουδ
 There were traces of mud on the carpet where Simon had walked through without taking his boots off first.
 Υπήρχαν ίχνη λάσπης στο χαλί, εκεί που ο Σάιμον περπάτησε χωρίς να βγάλει πρώτα τις μπότες του.
trace n (indication of presence)ίχνος ουσ ουδ
  σημάδι ουσ ουδ
 There are traces that Olivia has been home, but she isn't here now.
 Υπάρχουν σημάδια ότι η Ολίβια ήταν σπίτι, αλλά τώρα δεν είναι εδώ.
trace n (tracking a phone call)όργανο εντοπισμού φρ ως ουσ ουδ
 The trace helped the police to catch the criminal.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
trace [sth] vtr (phone call: track)εντοπίζω ρ μ
 Police tried to trace the call from the kidnapper, but he hung up too quickly.
trace [sth] vtr (follow course of)ακολουθώ ρ μ
 Robert traced the course of events leading to the crisis.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
trace | traced
ΑγγλικάΕλληνικά
trace [sth] back,
trace back [sth]
vtr phrasal sep
often passive (identify origin, originator)εντοπίσω την προέλευση του/της έκφρ
  εντοπίζω τις ρίζες του/της έκφρ
  (η προέλευση, η καταγωγή)εντοπίζομαι ρ αμ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 I have only been able to trace my family tree back five generations.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
traced | trace
ΑγγλικάΕλληνικά
traced back adj (having origins found) (χρονικός προσδιορισμός)που ανάγεται σε περίφρ
  που τοποθετείται χρονικά σε περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'traced' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση traced στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «traced».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!