subsequent

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈsʌbsɪkwənt/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈsʌbsɪkwənt/ ,USA pronunciation: respelling(subsi kwənt)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
subsequent adj (later, following)επακόλουθος, ακόλουθος επίθ
  που ακολουθεί, που έπεται περίφρ
  (στο μέλλον)μεταγενέστερος επίθ
 After the heavy rains and subsequent floods, it was nice to finally get back to normal.
 Μετά τις έντονες βροχοπτώσεις και τις επακόλουθες (or: ακόλουθες) πλημμύρες, ήταν ωραία που τα πράγματα επανήλθαν στο φυσιολογικό.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
subsequent to prep (after, following)μετά από περίφρ
  (με γενική)ως συνέπεια περίφρ
  που ακολουθεί κτ περίφρ
 The study investigates the language impairments in children subsequent to severe head injury.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'subsequent' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: the subsequent [development, use] (of), the subsequent [stages, phases, periods] (of), the subsequent [increase, decrease, growth] [in, of], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση subsequent στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «subsequent».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!