subsequently

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈsʌbsɪkwəntli/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
subsequently adv (next, then)έπειτα, μετά επίρ
  στη συνέχεια φρ ως επίρ
  (λόγιος)ακολούθως επίρ
 The journalist started her career at the local newspaper and subsequently worked for several national newspapers.
 Η δημοσιογράφος ξεκίνησε την καριέρα της στην τοπική εφημερίδα και μετά (or: έπειτα) εργάστηκε σε διάφορες εφημερίδες εθνικής κυκλοφορίας.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'subsequently' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: (he) subsequently [made, went, checked, informed], (the discovery) subsequently [proved that, led to, dispelled], was subsequently [determined, adopted, agreed] by, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση subsequently στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «subsequently».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!