succeeding

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/səkˈsiːdɪŋ/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(sək sēding)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: succeeding, succeed

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
succeeding n (success)επιτυχία ουσ θηλ
 Succeeding in business takes time, money and dedication.
succeeding adj (subsequent)επόμενος, ακόλουθος επίθ
 The succeeding presentations will focus on new developments in medicine.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
succeed vi (be successful, triumph)πετυχαίνω ρ αμ
  έχω επιτυχία, σημειώνω επιτυχία περίφρ
  τα καταφέρνω έκφρ
 In the end, our team succeeded.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Προσπάθησε πολύ σκληρά και στο τέλος πέτυχε.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Προσπάθησε πολύ σκληρά και στο τέλος είχε επιτυχία.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Προσπάθησε πολύ σκληρά και στο τέλος τα κατάφερε.
succeed vi (turn out well)πετυχαίνω ρ αμ
  σημειώνω επιτυχία περίφρ
  (επίσημο)τελεσφορώ ρ αμ
 The project succeeded after a year of efforts.
 Το σχέδιο πέτυχε μετά από προσπάθειες ετών.
succeed in [sth] vi + prep (do well in [sth])πετυχαίνω σε κτ ρ αμ + πρόθ
  τα πάω καλά σε κτ έκφρ
  γίνομαι επιτυχημένος σε κτ έκφρ
 He will never succeed in business if he does not get serious.
 Δεν θα πετύχει ποτέ στις επιχειρήσεις, αν δεν σοβαρευτεί.
succeed in doing [sth] v expr (manage to do)επιτυγχάνω σε κτ ρ αμ + πρόθ
  καταφέρνω να κάνω κτ περίφρ
 Alan succeeded in mending the chair.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
succeed vi (accomplish)πετυχαίνω ρ αμ
  έχω επιτυχία περίφρ
  (καθομιλουμένη)τα καταφέρνω έκφρ
  το πετυχαίνω έκφρ
 Sarah spent years trying to learn Spanish and she finally succeeded.
succeed to [sth] vi + prep (take over after [sb] dies)διαδέχομαι κπ σε κτ ρ αμ + πρόθ
 Princess Elizabeth succeeded to the throne at the age of 27.
succeed [sb] vtr (come next, supersede)διαδέχομαι ρ μ
 Frank will succeed his father as president of the company.
succeed [sth/sb] vtr (follow)διαδέχομαι ρ μ
  ακολουθώ ρ αμ
 As you drive along the coast, one beautiful view succeeds another.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'succeeding' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση succeeding στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «succeeding».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!