WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| ensue⇒ vi | (result, occur) | επακολουθώ, ακολουθώ ρ αμ |
| | The protest was becoming violent and the police were concerned that riots might ensue. |
| | Η διαδήλωση εξελίσσονταν βίαια και η αστυνομία ανησυχούσε πως μπορεί να ακολουθούσαν ταραχές. |
| ensue vi | (follow, be subsequent) | επακολουθώ, ακολουθώ ρ αμ |
| | The argument that ensued after the meeting went on for over an hour. |
| | Η διαφωνία που ακολούθησε μετά τη συνάντηση συνεχίστηκε για πάνω από μια ώρα. |
| ensue from [sth] vi + prep | (be a result or consequence of) (από κτ, μετά από κτ) | προκύπτω ρ αμ |
| | (μετά από κτ) | επακολουθώ, ακολουθώ ρ αμ |
| | The changes that ensued from the meetings between the council and local residents really improved the area. |
| | Οι αλλαγές που προέκυψαν από τις συναντήσεις του δημοτικού συμβουλίου με τους κατοίκους πραγματικά ευνόησαν την περιοχή. |