filler

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈfɪlə/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈfɪlɚ/ ,USA pronunciation: respelling(filər)

Inflections of 'filler' (n): npl: fillers
Inflections of 'fillér' (n): npl: fillér (Hungarian coin)
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
filler n ([sth] giving bulk)αυτό που πλουτίζει
  αυτό που αυξάνει
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 Potato starch is used as a filler in some foods.
filler n (substance: fills cracks, etc.)υλικό πλήρωσης φρ ως ουσ ουδ
  (οικοδομή, συγκεκριμένο υλικό)στόκος ουσ αρσ
  (γενικότερα ή στην κοσμετολογία)filler ουσ ουδ άκλ
 Mark squeezed some filler into the crack.
filler n (news: minor story) (νέα)ειδησούλα ουσ θηλ
 There's a filler on the front page about a lost dog.
filler n (linguistics: um, er, etc) (γλωσσολογία)γεμίσματα ουσ ουδ πλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fillér n (Hungarian coin: 100th of forint)ένα εκατοστό του φιορινιού
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 I still have a fillér from when I traveled through Hungary.
filler n (non-active substance in pills)έκδοχο ουσ ουδ
 These pills contain starch as a filler.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'filler' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση filler στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «filler».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!