WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| staggering adj | figurative (astounding) | εκπληκτικός, εντυπωσιακός επίθ |
| | | συγκλονιστικός επίθ |
| | | αποστομωτικός επίθ |
| | The young man's rudeness was staggering. |
| | Η αγένεια του νεαρού άνδρα ήταν συγκλονιστική. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| staggering adj | (walking unsteadily) | που παραπατάει, που τρικλίζει, που τρεκλίζει, που παραπαίει περίφρ |
| | (λόγιος) | παραπαίων μτχ ενεστ |
| | The staggering woman finally made it to the end of the street. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| stagger⇒ vi | (walk unsteadily) | τρικλίζω, τρεκλίζω, παραπατάω, παραπατώ ρ αμ |
| | (λόγιος) | παραπαίω ρ αμ |
| | The young man staggered as he left the bar. |
| | Ο νεαρός άνδρας παραπατούσε καθώς έφευγε από το μπαρ. |
| stagger [sb]⇒ vtr | usually passive (overwhelm, astound) | εκπλήσσω, καταπλήσσω ρ μ |
| | | συγκλονίζω ρ μ |
| | (αργκό: εγώ ο ίδιος) | παθαίνω πλάκα έκφρ |
| | Emily was staggered by her friend's kindness. |
| | Η Έμιλι συγκλονίστηκε από την καλοσύνη της φίλης της. |
| stagger [sth]⇒ vtr | (spread over time) | μοιράζω ρ μ |
| | | κατανέμω ρ μ |
| | (μτφ: χρονικά) | απλώνω ρ μ |
| | The staff staggered their holidays so there would always be enough people to keep the business running smoothly. |
| | Το προσωπικό μοίρασε τις διακοπές του ώστε να υπάρχουν πάντοτε αρκετά άτομα για να προχωράει κανονικά η δουλειά. |
staggers, blind staggers n | (livestock: effects of poisoning) | κοινουρίαση ουσ θηλ |
| Σχόλιο: Used with a singular verb. |
| | The horse was suffering from staggers, caused by grazing on ryegrass. |