contempt

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/kənˈtɛmpt/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/kənˈtɛmpt/ ,USA pronunciation: respelling(kən tempt)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
contempt n (scorn)περιφρόνηση ουσ θηλ
  απέχθεια ουσ θηλ
 Samuel has a lot of contempt for people who are racist.
 Ο Σαμουήλ τρέφει μεγάλη απέχθεια προς τους ανθρώπους που είναι ρατσιστές.
contempt n (disregard for rules, etc.)περιφρόνηση ουσ θηλ
  αδιαφορία ουσ θηλ
  μη τήρηση περίφρ
 The player's flagrant contempt for the rules earned him a red card.
contempt n (law: contempt of court)ασέβεια προς το δικαστήριο, προσβολή του δικαστηρίου φρ ως ουσ θηλ
  καταφρόνηση δικαστικής αρχής, καταφρόνηση δικαστηρίου φρ ως ουσ θηλ
 The witness ended up serving a four-month prison sentence for contempt after lying in court.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
contempt charges npl (accusation of disrupting a court)κατηγορία καταφρόνησης δικαστικής αρχής, κατηγορία καταφρόνησης δικαστηρίου φρ ως ουσ θηλ
contempt charges npl (accusation: defying the court)κατηγορία καταφρόνησης δικαστικής αρχής, κατηγορία καταφρόνησης δικαστηρίου φρ ως ουσ θηλ
contempt of court n (disruption of legal proceedings)καταφρόνηση δικαστικής αρχής, καταφρόνηση δικαστηρίου φρ ως ουσ θηλ
  ασέβεια προς το δικαστήριο, προσβολή του δικαστηρίου φρ ως ουσ θηλ
 The judge threatened them with contempt of court charges unless they behaved themselves.
contempt proceedings npl (law: action for disrupting court)δίωξη για καταφρόνηση δικαστικής αρχής, δίωξη για καταφρόνηση δικαστηρίου περίφρ
contempt process n (legal action)δίωξη για καταφρόνηση δικαστικής αρχής, δίωξη για καταφρόνηση δικαστηρίου φρ ως ουσ θηλ
hold [sb] in contempt v expr (despise, think [sb] worthless)περιφρονώ ρ μ
  δεν έχω καλή γνώμη περίφρ
  απεχθάνομαι ρ μ
hold [sb] in contempt of court v expr (legal accusation)κατηγορώ κπ για ασέβεια προς το δικαστήριο έκφρ
  κατηγορώ κπ για προσβολή του δικαστηρίου έκφρ
  κατηγορώ κπ για αντίσταση κατά του δικαστηρίου έκφρ
show contempt for [sth/sb] v expr (treat [sth], [sb] without respect)περιφρονώ ρ μ
with contempt adv (in a disdainful way)περιφρονητικά επίρ
 Don't look at me with contempt.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'contempt' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: [great, increasing, furious] contempt, holds [him, the criminal] in utter contempt, has a lot of contempt for him, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση contempt στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «contempt».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!