spiteful

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈspaɪtfʊl/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈspaɪtfəl/ ,USA pronunciation: respelling(spītfəl)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
spiteful adj (malicious)εμπαθής, κακόβουλος, κακεντρεχής επίθ
  κακιασμένος επίθ
  γεμάτος κακία φρ ως επίθ
 His spiteful comments told us how hurt and angry he was.
 Τα εμπαθή του σχόλια μάς έδειξαν πόσο πληγωμένος και θυμωμένος ήταν.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
spiteful person n ([sb] malicious)εμπαθές/κακόβουλο/κακεντρεχές άτομο έκφρ
 She made up a story about me because she is a spiteful person and was jealous that I won.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'spiteful' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση spiteful στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «spiteful».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!