soul

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈsəʊl/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/soʊl/ ,USA pronunciation: respelling(sōl)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
soul n (immortal part of a person)ψυχή ουσ θηλ
 When you die, your soul goes to heaven.
 Όταν πεθαίνεις, η ψυχή σου πάει στον παράδεισο.
soul n (emotional side of a person)ψυχή ουσ θηλ
 I love you with all my heart and soul.
 Σ' αγαπώ με όλη την καρδιά και την ψυχή μου.
soul n figurative (emotional energy) (μεταφορικά)ψυχή ουσ θηλ
 She puts a lot of soul into her art.
 Βάζει όλη της την ψυχή στην τέχνη της.
soul n (soul music: mix of funk and blues)σόουλ ουσ θηλ άκλ
 My favourite music genre is soul.
 Το αγαπημένο μου είδος μουσικής είναι η σόουλ.
soul n as adj (mixing funk and blues)της σόουλ περίφρ
 Marvin Gaye was a famous soul singer.
 Ο Μάρβιν Γκέι ήταν διάσημος τραγουδιστής της σόουλ.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
soul adj US, informal (African-American) (είδος κουζίνας)αφροαμερικάνικος επίθ
 I love going down to grandma's house to get some soul food.
soul n figurative (person)άτομο ουσ ουδ
  άνθρωπος ουσ ουδ
  (μτφ: συνήθως για νεκρούς)ψυχή ουσ θηλ
 The small village is home to some thirty souls.
soul n (epitome, heart) (μεταφορικά)καρδιά ουσ θηλ
 While Madrid is the capital, they say Toledo is the soul of Spain.
soul n (essence)ουσία ουσ θηλ
 Brevity is the soul of wit. (Shakespeare)
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
be the life and soul of [sth],
be the heart and soul of [sth]
v expr
figurative (be the source of animation, vitality)είμαι η ψυχή του/της έκφρ
be the soul of [sth] v expr (personify or exemplify [sth](μεταφορικά)είμαι η προσωποποίηση ρ έκφρ
 Mother Teresa was the very soul of Christian charity.
 Η μητέρα Τερέζα ήταν, πραγματικά, η προσωποποίηση της χριστιανικής φιλανθρωπίας.
Bless my soul! interj (surprise) (έκπληξη)Παναγία μου! επίφ
  Παναγίτσα μου! επίφ
  Πωπω! επίφ
 Well, bless my soul! You're Professor Howe's daughter? Really?
body and soul adv figurative (completely, with all one's being)ολοκληρωτικά επίρ
  με όλο μου το είναι φρ ως επίρ
  (λόγιος)ψυχή τε και σώματι φρ ως επίρ
Brevity is the soul of wit expr (speaking concisely)το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν εκφρ
Σχόλιο: "Brevity is the soul of wit" is a quotation from William Shakespeare's "Hamlet"
French kiss,
soul kiss,
deep kiss
n
slang (kiss with tongues)φιλί με γλώσσα περίφρ
  (καθομιλουμένη)γλωσσόφιλο ουσ ουδ
 What kind of kiss was it? A French kiss?
 Τι φιλί ήταν; Με γλώσσα;
French kiss,
soul kiss,
deep kiss
vi
slang (kiss with tongues)φιλιέμαι με γλώσσα περίφρ
  ανταλλάσσω γλωσσόφιλα ρ μ + ουσ ουδ πλ
 The couple argued about whether it was appropriate to French kiss at a wedding.
 Το ζευγάρι διαφωνούσε για το αν είναι σωστό να φιλιέσαι με γλώσσα σε ένα γάμο.
French kiss [sb],
soul kiss [sb],
deep kiss [sb]
vtr
slang (kiss using tongue)φιλάω κπ με γλώσσα περίφρ
happy soul n informal (cheerful person)χαρούμενο άτομο επίθ + ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)χαρούμενος τύπος επίθ + ουσ αρσ
heart and soul adv figurative (with all one's being) (καθαρεύουσα, λόγιος)ψυχή τε και σώματι φρ ως επίρ
  με όλο μου το είναι, με όλη μου την ψυχή φρ ως επίρ
  ολοκληρωτικά επίρ
 Miranda threw herself heart and soul into her performance of the song.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η Ελένη άφησε τη δουλειά της και αφοσιώθηκε ψυχή τε και σώματι στην ανατροφή των γιων της.
 Η Μιράντα αφιερώθηκε με όλο της το είναι στην εκτέλεση του τραγουδιού.
heart and soul n figurative (vital part of [sth](μεταφορικά)καρδιά ουσ θηλ
 These new laws strike at the very heart and soul of our democracy.
kindred soul n (like-minded person) (μεταφορικά)αδελφή ψυχή φρ ως ουσ θηλ
  ομοϊδεάτης ουσ αρσ
 She knew she had met a kindred soul when she discovered they admired all the same authors.
living soul n (person)άνθρωπος, πλάσμα, ψυχή ζώσα έκφρ
 If I tell you this secret, you must swear not to tell a living soul! There's not another living soul as gentle and kind as you.
lost soul n ([sb] without purpose) (μεταφορικά)χαμένος επίθ
  (αποδοκιμασίας, μειωτικό)χαμένο κορμί επίθ + ουσ ουδ
 He has been wandering around like a lost soul.
lost soul n (religion: [sb] beyond salvation) (λόγιο, μεταφορικά)απολωλός πρόβατο έκφρ
  κολασμένος μτχ ως ουσ αρσ
 He committed a mortal sin, and now the priest sees him as a lost soul.
 Διέπραξε θανάσιμο αμάρτημα, και, τώρα, ο ιερέας τον θεωρεί απολωλός πρόβατο.
not a soul n (nobody) (με άρνηση)ψυχή ουσ θηλ
  ούτε ψυχή περίφρ
  (λόγιος)ούτε ψυχή ζώσα περίφρ
 It was two o'clock in the morning and not a soul was on the streets.
 They got married and not a soul knew until a year later.
put your heart and soul into [sth] v expr figurative (devote yourself to)δίνω όλο μου το είναι σε κτ έκφρ
  αφιερώνομαι ψυχή τε και σώματι σε κτ έκφρ
soul brother n US, slang (black man)μαύρος επίθ ως ουσ αρσ
soul brother n slang (close male friend)φίλος ουσ αρσ
  (μεταφορικά)αδερφός ουσ αρσ
  (αργκό)φιλάρας ουσ αρσ
  (αργκό, μεταφορικά)αδέρφι ουσ ουδ
soul cake UK (type of cake)είδος κέικ για την Ημέρα των Ψυχών
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
soul food n informal (Southern American cooking) (καθομιλουμένη)μαγειρική των νότιων ΗΠΑ έκφρ
 Black-eyed peas and cornbread are soul food staples.
soul mate,
soulmate
n
informal ([sb] with whom you have deep affinity) (για φιλική σχέση)αδερφικός φίλος, αδερφική φίλη επίθ + ουσ αρσ, επίθ + ουσ θηλ
  (για σχέση γενικότερα)αδερφή ψυχή φρ ως ουσ θηλ
 Some people believe that each and everyone of us has a soul mate.
 Ορισμένοι πιστεύουν ότι ο καθένας έχει μια αδερφή ψυχή.
soul music n (mix of funk and blues)σόουλ μουσική, soul μουσική φρ ως ουσ θηλ
soul patch n (facial hair)μικρό τριγωνικό γενάκι κάτω από το κάτω χείλος
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
soul sister n US, slang (black woman)μαύρη επίθ ως ουσ θηλ
soul sister n slang (close female friend)φίλη ουσ θηλ
  (μεταφορικά)αδερφή ουσ θηλ
soul-destroying adj (lowering morale or spirit)μονότονος, ανιαρός, βαρετός επίθ
  μίζερος επίθ
soul-searching n (self-examination)αυτοεξέταση ουσ θηλ
  ενδοσκόπηση ουσ θηλ
  περισυλλογή ουσ θηλ
soul-searching adj (related to self-analysis)ενδοσκοπικός επίθ
soul-stirring adj (causing strong emotion)συγκινητικός επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'soul' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a [kind, brave, gentle] soul, soul [music, singer, man, sister, food], you poor soul, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση soul στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «soul».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!