WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
sociable adj | (person: friendly, outgoing) | κοινωνικός επίθ |
| The new neighbours seem very sociable, don't you think? |
| Οι νέοι γείτονες φαίνονται πολύ κοινωνικοί, δε νομίζεις; |
sociable adj | (speech, act: friendly) | φιλικός επίθ |
| The sociable thing to do is invite them to come along. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είχαμε μια φιλική κουβέντα πριν από τη σύσκεψη. |
sociable adj | (activity: done in company) | κοινωνικός επίθ |
| He enjoys sociable activities with others in his church. |
| Απολαμβάνει κοινωνικές δραστηριότητες με άλλους στην ενορία του. |